Η πραγματικότητα είναι ότι η κουλτούρα στο χώρο εργασίας που απαιτεί από τους εργαζόμενους να κάνουν περισσότερα από όσα είχαν αρχικά συμφωνηθεί, έχει αναπτυχθεί εδώ και αρκετές δεκαετίες. Σίγουρα αυτή η κατάσταση οφελεί τις επιχειρήσεις που επιδιώκουν να αυξήσουν την παραγωγικότητά τους, όμως στους εργαζόμενους προκαλεί άγχος, δυσαρέσκεια και εξάντληση.
Σύμφωνα με έρευνα για την ψυχική υγεία των εργαζόμενων της αμερικανικής εταιρείας ερευνών Forrester Consulting, στην οποία συμμετείχαν 1.700 στελέχη, εργαζόμενοι HR, managers και υπαλλήλους, οι υψηλές επιδόσεις των εργαζομένων μπορούν να οδηγήσουν σε burnout. Μάλιστα, περισσότεροι από τους μισούς συμμετέχοντες ανέφεραν ότι αν και είναι ενθουσιασμένοι με την εργασία τους, την ίδια στιγμή αισθάνονται εξαντλημένοι. Το πρόβλημα είναι ότι η επαγγελματική εξουθένωση μπορεί τελικά να οδηγήσει σε μία “σιωπηλή παραίτηση”.
Διαβάστε επίσης: Πόσο επηρεάζουν οι open space χώροι εργασίας την απόδοση και τη συνεργασία;
Με τον όρο “σιωπηλή παραίτηση” αναφερόμαστε σε ένα νέο φαινόμενο στο χώρο εργασίας, όπου οι εργαζόμενοι δεν παραιτούνται από τη δουλειά τους και εξακολουθούν να κάνουν ό,τι απαιτείται, διεκπεραιωτικά, χωρίς όμως να κάνουν κάτι παραπάνω. Το φαινόμενο αυτό κορυφώθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όταν η εξ αποστάσεως εργασία θόλωσε το όριο μεταξύ προσωπικού και επαγγελματικού χρόνου. Σύμφωνα με μια πρόσφατη δημοσκόπηση του αμερικάνικου ινστιτούτου Gallup, τουλάχιστον οι μισοί εργαζόμενοι στις Η.Π.Α. ασπάζονται την ιδέα της “σιωπηλής παραίτησης”. Για να σταματήσει η εξάπλωση του φαινομένου, όμως, θα πρέπει οι εργοδότες να λάβουν δράση. Τι μπορούν να κάνουν;
Να δημιουργήσουν μία κουλτούρα εργασίας που να ενθαρρύνει τα άτομα να διαπρέψουν, αλλά παράλληλα να λάβουν μέτρα ώστε να προλάβουν την επαγγελματική εξουθένωση των εργαζομένων τους. “Κλειδί” για να τα επιτύχουν και τα δύο είναι η επικοινωνία μέσω της οποίας θα κατανοήσουν τι οδήγησε τους εργαζομένους να εξαντληθούν. Με άλλα λόγια, χρειάζεται να ακούσουν τις ανάγκες του εργατικού τους δυναμικού.
Το 85 % των εργοδοτών υποστηρίζει ότι ακούει τις ανάγκες των εργαζομένων και πράττει βάσει αυτών. Στην απέναντι όχθη όμως, δεν φαίνεται να πιστεύουν το ίδιο: μόνο το 51% των εργαζομένων πιστεύουν ότι τους ακούν πραγματικά οι εργοδότες τους. Σίγουρα αυτό το ποσοστό μπορεί να θεωρείται αξιόλογο αλλά στην πραγματικότητα το υπόλοιπο 49% δηλώνει ότι υπάρχει ένα χάσμα. Μάλιστα αυτό το κενό μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών είναι ολέθριο και σηματοδοτεί την ανάγκη μιας αλλαγής.
Διαβάστε επίσης: Γιατί οι εταιρείες βάζουν τρικλοποδιά στον εαυτό τους;
Προς ποια κατεύθυνση; Οι εργοδότες χρειάζεται να αλλάξουν τη νοοτροπία τους δίνοντας έμφαση στη ψυχική υγεία και στον ρόλο που έχει αυτή στις επιδόσεις και την διάθεση των εργαζόμενων. Εκείνοι από την πλευρά τους θα πρέπει να αντιλαμβάνονται το γραφείο ως ένα ασφαλές περιβάλλον στο οποίο θα μπορούν να εκφραστούν χωρίς να φοβούνται ότι θα χάσουν τη θέση τους ή θα στιγματιστούν. Μάλιστα, ένα από τα πιο ανησυχητικά ευρήματα της έρευνας ήταν ότι μόνο το 51% των εργαζομένων αισθάνεται ασφαλές να μιλήσει στους εργοδότες ή στους συναδέλφους του με άνεση για τη ψυχική του υγεία. Σύμφωνα με τους ειδικούς, ένας τρόπος που μπορούν οι εργοδότες να κάνουν τους εργαζόμενους να αισθάνονται άνετα είναι μιλώντας για την ψυχική υγεία στην εργασία. Έτσι, θα ενθαρρύνουν και τους εργαζομένους του να κάνουν το ίδιο και θα μπορέσουν να καταλάβουν τι συμβαίνει.
Οι εταιρείες γνωρίζουν πολύ καλά ότι υπάρχει η ανάγκη μιας αλλαγής, γι’ αυτό και πλέον οδηγούνται στο να αναζητήσουν τρόπους μείωσης της χρόνιας υπερκόπωσης και του άγχους και να βρουν πιο βιώσιμες προσεγγίσεις. Αυτό είναι δύσκολο, όμως, γιατί η εναλλακτική επιλογή τους είναι οι υπάλληλοί τους να μην αναλαμβάνουν επιπλέον καθήκοντα και να χρειάζεται να προσλάβουν επιπλέον προσωπικό, κάτι που μετατρέπεται αυτόματα σε ανταγωνιστικό μειονέκτημα. Η κουλτούρα της υπέρβασης είναι πλέον μέσα σε όλους μας τόσο βαθιά εντυπωμένη, που η αλλαγή προς τη βελτίωση θα πάρει χρόνο.
Με πληροφορίες από Inc.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.