Μήνυση στα H&M από καταναλωτές για παραπλανητικό marketing βιωσιμότητας

Παραδοσιακά οι στρατηγικές και οι νοοτροπίες του επιχειρηματικού κόσμου περιορίζονταν σχεδόν αποκλειστικά στην αύξηση του κέρδους και στην επέκταση των επιχειρήσεων, όμως μια νέα μεταβλητή κάνει σταδιακά ολοένα κι εντονότερη την παρουσία της, η βιωσιμότητα.

Η βιομηχανία της μόδας είναι υπεύθυνη για περισσότερο από το 8% των συνολικών εκπομπών άνθρακα στον πλανήτη,ποσοστό υψηλότερο των αεροπορικών και ναυτιλιακών βιομηχανιών μαζί. Έτσι, πολλές εταιρείες έχουν αρχίσει να υιοθετούν στρατηγικές υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος, καθώς το απαιτούν πλέον οι διεθνείς οργανισμοί, οι εποπτικές αρχές, οι ευαισθητοποιημένοι καταναλωτές – και η κλιματική αλλαγή.

Μία από αυτές τις εταιρείες είναι και ο κολοσσός του fast fashion H&M, που χρησιμοποίησε «περιβαλλοντικές κάρτες βαθμολογίας» για τις καμπάνιες ετικετών, συσκευασίας και μάρκετινγκ των προϊόντων της. Ωστόσο, οι συσκευασίες και οι ετικέτες αυτές δεν πληρούσαν στην πραγματικότητα το πρότυπο βιωσιμότητας, μεταφέροντας τελικά ψευδείς πληροφορίες για τα προϊόντα.

Ως συνέπεια της παραπάνω πρακτικής, η Chelsea Commodore κατέθεσε την αγωγή κατηγορώντας τα H&M ότι εξαπάτησαν τους καταναλωτές σχετικά με την ακρίβεια των ισχυρισμών βιωσιμότητας μέσω της χρήσης «ψευδών και παραπλανητικών» περιβαλλοντικών καρτών βαθμολογίας και διαφήμισης.

Διαβάστε επίσης: Το greenwashing των H&M στο σκορ βιωσιμότητας των ρούχων τους

Η αγωγή υποβλήθηκε στις 22 Ιουλίου κατόπιν έρευνας από το ειδησεογραφικό πρακτορείο Quartz. Σύμφωνα με την έρευνα, τα H&M χρησιμοποιούσαν από την πρώτη στιγμή την κλίμακα Higg, μια πλατφόρμα ανεπτυγμένη από το Sustainable Apparel Coalition (SAC – Συμμαχία Βιώσιμης Ένδυσης), αναφέροντας στο ηλεκτρονικό κατάστημα τη βαθμολογία των προϊόντων σχετικά με τον περιβαλλοντικό τους αντίκτυπο και τα υλικά από τα οποία είναι φτιαγμένα.

Η έρευνα του Quartz, όμως, έδειξε ότι η βαθμολόγηση των H&M ήταν «αποπροσανατολιστική» και «κατάφωρα παραπλανητική». Όπως αποδείχθηκε, πάνω από το 50% των προϊόντων των H&M που είχαν υψηλή βαθμολογία δεν ήταν περισσότερο βιώσιμα από παρόμοια προϊόντα ανταγωνιστών. Αυτό που φάνηκε ότι έκανε η εταιρεία, ήταν ότι κατέγραφε λάθος το σκορ της κλίμακας Higg, αγνοώντας τα αρνητικά πρόσημα. Όταν δηλαδή ένα ρούχο βαθμολογούνταν με -20% στη χρήση νερού που απαιτείται για να φτιαχτεί, που σημαίνει ότι χρησιμοποιείται 20% παραπάνω νερό, άρα το σκορ είναι αρνητικό, τα H&M ανέφεραν ότι για το συγκεκριμένο προϊόν χρησιμοποιήθηκε 20% λιγότερο νερό.

Με την αγωγή αυτή, η Commodore επιδιώκει να ανακτήσει τις πραγματικές ζημιές ή 50 δολάρια, όποιο ποσό είναι μεγαλύτερο, αμοιβές και έξοδα δικηγόρων. Σκοπός είναι η αλλαγή της συμπεριφοράς των εταιρειών και το να μην υιοθετούνται παραπλανητικές πρακτικές σχετικά με την βιωσιμότητα, όπως αυτή των H&M. Γι’ αυτό ζητούν μία σωστή και δίκαια αποζημίωση σύμφωνα με το Άρθρο 350 του Γενικού Επιχειρηματικού Νόμου της Νέας Υόρκης.

Διαβάστε επίσης: Tι πρέπει να κάνουν τα brands για την βιωσιμότητα που δεν καταντά greenwashing

Λίγο αργότερα, η Sustainable Apparel Coalition (SAC), η οποία κατέχει αυτήν τη σειρά εργαλείων, δήλωσε ότι ανέστειλε το πρόγραμμα διαφάνειας που υποστήριζε τις κάρτες βαθμολόγησης.

Πάντως, όταν δημοσιοποιήθηκαν αυτά τα στοιχεία, τα H&M αφαίρεσαν όλες τις βαθμολογίες από τον ιστότοπό τους, ενώ το θέμα πυροδότησε συζητήσεις για το greenwashing που κάνουν τα μεγάλα brands μόδας και για το πώς είναι ουσιαστικά αδύνατο να μιλάμε για βιώσιμο fast fashion και να εμπιστεύονται οι καταναλωτές τις δηλώσεις των μεγάλων brands, αλλά και ότι όση αφοσίωση και αν δείχνουν οι εταιρείες αυτές στο sustainability, δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική, καθώς, ουσιαστικά εξ ορισμού, η μόδα, για να είναι γρήγορη και οικονομική, δεν μπορεί να είναι βιώσιμη.

Με πληροφορίες από Fashion Law