Μόνο πέρυσι η Ελλάδα εισήγαγε προϊόντα αξίας 47,44 δισ. ευρώ, σημαντικό κομμάτι εκ των οποίων ήταν προϊόντα διατροφής, διαρκή καταναλωτικά προϊόντα, ρούχα, υποδήματα, κ.ά. Και αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα μόνο για το εμπορικό ισοζύγιο που παραμένει ελλειμματικό.
Η παραγωγή τροφίμων ευθύνεται για περίπου το ένα τέταρτο των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Τα περισσότερα από αυτά προέρχονται από το κρέας και τα γαλακτοκομικά, τα οποία συμβάλλουν σχεδόν στο 15% των παγκόσμιων εκπομπών. Η παραγωγή τροφίμων προκαλεί επίσης άλλα προβλήματα, όπως ρύπανση, απώλεια βιοποικιλότητας, μόλυνση του εδάφους και έλλειψη νερού.
Ταυτόχρονα, ο ΟΗΕ εκτιμά ότι τα νοικοκυριά παγκοσμίως πετούν το 11% του συνόλου των τροφίμων που είναι διαθέσιμα για κατανάλωση, αν και αυτό το στατιστικό δεν περιλαμβάνει χώρες με χαμηλό εισόδημα· με έρευνα της ΕΥ για την Ελλάδα να αναφέρει ότι η συνολική ζήτηση για τρόφιμα αναμένεται να συνεχίσει τη ραγδαία αύξησή της, ενώ παράλληλα, θα αυξάνεται η σπατάλη και η απώλεια των φυσικών πόρων.
Στην Ελλάδα, περισσότεροι από 300.000 τόνοι τροφίμων καταλήγουν κάθε χρόνο στα σκουπίδια, σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ). Ενώ, σύμφωνα με μελέτη της αλυσίδας «ΑΒ Βασιλόπουλος», που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κάθε χρόνο τα νοικοκυριά στην Ελλάδα πετούν πάνω από 1 εκατ. τόνους τροφίμων, τα μισά εκ των οποίων θα μπορούσαν να καταναλωθούν με ασφάλεια και όχι να πεταχτούν στα σκουπίδια.
Το αποκαρδιωτικό συμπέρασμα της έρευνας είναι ότι μόνο 1 στα 3 (ποσοστό 29%) των νοικοκυριών δηλώνει ότι δεν σπαταλά καθόλου τρόφιμα. To 60% ότι σπαταλάει μέχρι 10% των τροφίμων, το 9% από 10% έως 25% και το 2% πάνω από 25%.
Μια έρευνα του 2020 που εξέτασε τη στάση των καταναλωτών έναντι των βιώσιμων τροφίμων σε 11 χώρες της ΕΕ διαπίστωσε ότι το κόστος ήταν το κύριο εμπόδιο για τους ανθρώπους να αγοράσουν το πιο πράσινο προϊόν, μαζί με την έλλειψη πληροφοριών και την πρόκληση του εντοπισμού βιώσιμων επιλογών διατροφής.
Τα δύο τρίτα των καταναλωτών στη μελέτη της Ευρωπαϊκής Οργάνωσης Καταναλωτών δήλωσαν ανοιχτά στην αλλαγή των διατροφικών τους συνηθειών για περιβαλλοντικούς λόγους, με πολλούς πρόθυμους να μειώσουν τη σπατάλη τροφίμων στο σπίτι, να αγοράσουν περισσότερα εποχικά φρούτα και λαχανικά και να τρώνε περισσότερα plant-based τρόφιμα. Αλλά μόνο ένας στους πέντε ήταν διατεθειμένος να ξοδέψει περισσότερα χρήματα για βιώσιμα τρόφιμα.
Διαβάστε ακόμα: Έρευνα | H τιμή είναι σημαντικότερο κριτήριο από τη βιωσιμότητα στην αγορά τροφίμων
Στα σκουπίδια 1,2 τρισ. δολάρια
Σε παγκόσμιο επίπεδο, κάθε χρόνο πετιούνται ή χάνονται περίπου 1,6 δισ. τόνοι φαγητού, αξίας 1,2 τρισ. δολαρίων, που αντιπροσωπεύουν το ένα τρίτο της συνολικής παραγωγής τροφίμων. Σε χώρες υψηλού εισοδήματος, η σπατάλη τροφίμων αγγίζει τους 670 εκατ. τόνους, οι οποίοι αντιστοιχούν σε 680 δισ. δολάρια, ενώ στις αναπτυσσόμενες, τους 630 εκατ. τόνους που αναλογούν σε 310 δισεκατομμύρια.
Η ετήσια σπατάλη τροφίμων αναμένεται, έως το 2030, να ξεπεράσει τους 2,1 δισ. τόνους φαγητού, αξίας 1,5 τρισ. δοαρίων. Κι όλα αυτά, ενώ 690 εκατ. άνθρωποι (περίπου το 8,9% του παγκόσμιου πληθυσμού) κοιμούνται κάθε βράδυ νηστικοί και 9 εκατ. άνθρωποι πεθαίνουν κάθε χρόνο από ασιτία. Στις χώρες χαμηλού εισοδήματος, σημαντικά επίπεδα απωλειών τροφίμων συμβαίνουν πριν από τη συγκομιδή και κατά τη μετασυλλεκτική επεξεργασία, εξαιτίας των ανεπαρκών υποδομών, του χαμηλού επιπέδου τεχνολογίας, της περιορισμένης γνωστικής βάσης και της έλλειψης επενδύσεων στην παραγωγή. Οι απώλειες τροφίμων τείνουν, επίσης, να προκαλούνται από διαχειριστικούς και τεχνικούς περιορισμούς στη συγκομιδή, την αποθήκευση, τη μεταφορά, τη μεταποίηση, τη συσκευασία και την εμπορία. Οι μεγαλύτερες απώλειες σημειώνονται στους κλάδους της γεωργικής και αλιευτικής παραγωγής και μεταποίησης.
Η αβεβαιότητα σχετικά με τις καιρικές συνθήκες, τις συνθήκες της αγοράς και τα αδύναμα θεσμικά πλαίσια, αποτελούν παράγοντες που συμβάλλουν στις απώλειες. Στις χώρες υψηλού εισοδήματος, η σπατάλη τροφίμων προκαλείται κυρίως από τη συμπεριφορά των καταναλωτών και τις οικονομικές αποφάσεις, καθώς και από πολιτικές και κανονισμούς που σχετίζονται με άλλους τομείς. Για παράδειγμα, οι αγροτικές επιδοτήσεις δύναται να ενθαρρύνουν την παραγωγή πλεονασματικών καλλιεργειών τροφίμων. Αυτή η πλεονάζουσα παραγωγή συμβάλλει στη συγκράτηση των τιμών, αλλά προκαλεί, επίσης, λιγότερη προσοχή στη σπατάλη τροφίμων, τόσο από τους εμπλεκόμενους φορείς της αλυσίδας αξίας, όσο και από τους καταναλωτές.
Σπατάλη τροφίμων προκαλείται συχνά από τους λιανοπωλητές και τους καταναλωτές που πραγματοποιούν υπερβολικές αγορές και στη συνέχεια πετούν απλώς απολύτως βρώσιμα τρόφιμα. Επιπλέον, τα πρότυπα ασφάλειας και ποιότητας των τροφίμων μπορεί να απομακρύνουν από την αλυσίδα εφοδιασμού τρόφιμα που εξακολουθούν να είναι ασφαλή για κατανάλωση. Σε επίπεδο καταναλωτών, ο ανεπαρκής προγραμματισμός των αγορών και η μη χρήση των τροφίμων πριν από την ημερομηνία λήξης τους συμβάλλουν επίσης στη σπατάλη τροφίμων.
Κάθε χρόνο, στην Αφρική, περίπου 13 εκατ. τόνοι δημητριακών (περισσότερο από το 15% της συνολικής παραγωγής δημητριακών), χάνονται στις εργασίες μετά τη συγκομιδή. Σε όλες τις περιοχές, με εξαίρεση τη Νότια και τη Νοτιοανατολική Ασία, οι απώλειες και τα απόβλητα τροφίμων αντιστοιχούν σε περισσότερο από το 30% αυτών που προορίζονταν αρχικά προς κατανάλωση από τον άνθρωπο. Ωστόσο, η έκταση των απωλειών και των αποβλήτων κατά μήκος της προσφοράς τροφίμων, διαφέρει από περιοχή σε περιοχή. Στη Βόρεια Αμερική, την Ευρώπη, την Ιαπωνία και την Κίνα, περίπου το 15% των τροφίμων χάνεται ή σπαταλάται κατά τη διανομή και την κατανάλωση. Το ποσοστό αυτό είναι χαμηλότερο στη Βόρεια Αφρική και την Κεντρική Ασία (11%) και πολύ χαμηλότερο στη Λατινική Αμερική, τη Νότια και Νοτιοανατολική Ασία και την υποσαχάρια Αφρική (5,9% έως 7,8%).
Αντίθετα, η Βόρεια Αμερική, η Ευρώπη, η Ιαπωνία και η Κίνα χάνουν ή σπαταλούν περίπου το 15% των τροφίμων στα στάδια της συγκομιδής και της επεξεργασίας. Στην υποσαχάρια Αφρική, όπου οι απώλειες και η σπατάλη τροφίμων είναι ιδιαίτερα υψηλές σε ποσοστό (36%), περίπου το 5,9% συμβαίνει στα στάδια της διανομής και της κατανάλωσης, ενώ σε ποσοστό περίπου 30% συμβαίνει στα στάδια της συγκομιδής, της επεξεργασίας και της μεταποίησης.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.