14 Νοέ 2024
READING

Το νέο think big της Lariplast

4 MIN READ

Το νέο think big της Lariplast

Το νέο think big της Lariplast

Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του ομίλου IMARC, η παγκόσμια αγορά χάρτινων ποτηριών έφτασε τα 260,2 δισ. μονάδες το 2021 και αναμένεται να ξεπεράσει τις 280,8 δισεκατομμύρια μονάδες έως το 2027.

Η αναμενόμενη αυτή αύξηση συνδέεται με την ευρεία υιοθέτηση του προϊόντος για σκοπούς σερβιρίσματος κυρίως σε πακέτο, λόγω των διαφόρων πλεονεκτημάτων του, όπως η διαφάνεια, η σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας, το ελαφρύ βάρος, η εσωτερική ακαμψία κ.λπ.

Πρωτίστως όμως με τη μετατόπιση των καταναλωτών από τα πλαστικά μιας χρήσης σε εναλλακτικές λύσεις με βάση το χαρτί, λόγω των αυξανόμενων περιβαλλοντικών ανησυχιών.

Σε αυτήν την αναδυόμενη αγορά επενδύει η γνωστή οικογένεια Τσερέπα που ελέγχει τη Lariplast και το 2020 από κοινού με τους κ.κ. Σπύρο Θεοδωρόπουλο και Αχιλλέα Νταβέλη δημιούργησαν την εταιρεία Larisa Face Cover, η οποία παράγει μάσκες και σήμερα τα προϊόντα της εξάγονται σε αγορές όπως το Ισραήλ και οι ΗΠΑ.

Σε ό,τι αφορά την είσοδο στην παραγωγή χάρτινων ποτηριών, η δοκιμαστική παραγωγή ξεκίνησε εδώ και λίγες εβδομάδες στο νέο εργοστάσιο της Lariplast στη Λάρισα. Η επένδυση, ύψους 10 εκατ. ευρώ, που ολοκληρώθηκε και με χρήματα από τον Αναπτυξιακό Νόμο, θα δώσει τη δυνατότητα στη γνωστή βιομηχανία, βασικό αντικείμενο της οποίας είναι η παραγωγή πλαστικών μιας χρήσης, να μπει σε μια ανερχόμενη αγορά, αυτήν των χάρτινων ποτηριών.

Οι μηχανές θα μπουν κανονικά μπροστά τον Νοέμβριο, το εργοστάσιο θα παράγει 350-400 εκατομμύρια χάρτινα ποτήρια, όσο είναι σήμερα η συνολική παραγωγή της χώρας, ενώ σε βάθος 5ετίας η οικογένεια Τσερέπα εκτιμά ότι ο τζίρος της νέας δραστηριότητας θα αγγίξει τα 15 εκατ. ευρώ. Στο νέο εργοστάσιο θα απασχοληθούν 60 άτομα προσωπικό – στο εργοστάσιο της Lariplast στη Λάρισα απασχολούνται 120 άτομα και στο εργοστάσιό της στη Γαλλία 30 άτομα.

Η νέα μονάδα, επιφάνειας 3.000 τ.μ. στη Λάρισα, θα είναι από τις πιο σύγχρονες στην Ευρώπη, η μεγαλύτερη στην Ελλάδα στην κατηγορία της, λένε στελέχη της. Σε εξέλιξη βρίσκεται μία ακόμη επένδυση της Lariplast, η οποία αφορά την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών συστημάτων 1,8 MW. Πέρυσι, τα EBITDA της Lariplast, λόγω της αύξησης του λειτουργικού κόστους, μειώθηκαν στα 2 εκατ. ευρώ από 3,1 εκατ. ευρώ το 2020, ενώ ο τζίρος της σε επίπεδο ομίλου ξεπέρασε τα 30 εκατ. ευρώ. Περίπου 22 εκατ. ευρώ ήταν ο τζίρος στην Ελλάδα και 8 εκατ. στη μονάδα της Γαλλίας. Το πρώτο τρίμηνο του 2022 ήταν καλό, καθώς σημειώθηκε αύξηση πωλήσεων, ανάλογη με αυτή που έχει η εταιρεία σε περιόδους high season, όμως Απρίλιο και Μάιο, υπήρξε κάποια κάμψη. Συνολικά, ωστόσο, το φετινό πεντάμηνο κινείται ανοδικά, ακολουθώντας και την άνοδο που καταγράφει ο τουρισμός.

Όταν το 1990, σε ηλικία 20 χρονών, ο Γιάννης Τσερέπας έπιανε δουλειά στην οικογενειακή επιχείρηση, η Lariplast ήταν μία περιφερειακή βιοτεχνία που απασχολούσε 15 άτομα. Σήμερα, 31 χρόνια μετά, η Lariplast έχει γίνει η Νο1 βιομηχανία πλαστικών στη χώρα. Σημειώνεται ότι ο κ. Τσερέπας, που ανέλαβε τα ηνία της εταιρείας το 1996 σε ηλικία 27 ετών, έλαβε το βραβείο τού «Δυναμικά Αναπτυσσόμενου Επιχειρηματία της χρονιάς 2015» της EY, στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας «Entrepreneur Of The Year», που διοργανώνει η EY.

Διαβάστε ακόμα: Σκληρό πόκερ στο τραπέζι του εμφιαλωμένου νερού στην Ελλάδα

Η βιομηχανία, που ιδρύθηκε το 1969, διαθέτει μία ακόμη παραγωγική μονάδα στη Γαλλία, όπου δραστηριοποιείται μέσω της Lariplast France, εξάγοντας τα προϊόντα της σε τουλάχιστον 20 χώρες στην Ασία, στην Αφρική, στην Ευρώπη και στην Αμερική. Η εταιρεία τα δύσκολα χρόνια της κρίσης πέτυχε μέση ετήσια αύξηση πωλήσεων κατά 18%, επίδοση που οφείλεται κυρίως στην επέκταση στο εξωτερικό. Χαρακτηριστικό του δυναμισμού της είναι ότι ο κύκλος εργασιών της το 2009 διαμορφώθηκε στα 11,2 εκατ. ευρώ και πλέον ξεπερνά τα 30 εκατ. ευρώ. Την περίοδο 2010-2015, όταν η ελληνική οικονομία βυθιζόταν στη δίνη της κρίσης και της αβεβαιότητας, η εταιρεία προχώρησε σε επενδύσεις ύψους 13 εκατ. ευρώ, δίνοντας έμφαση στην ένταξη στη γραμμή παραγωγής τεχνολογίας αιχμής και στην παραγωγή καινοτόμων – και ταυτόχρονα σε καλύτερες τιμές – προϊόντων.

Από το 1996, ξεκίνησαν η ριζική αναδιοργάνωση και ο εκσυγχρονισμός της εταιρείας. Ετσι, από την τελευταία θέση που βρισκόταν στα μέσα της δεκαετίας του 1990, από τις αρχές του 2000 βρίσκεται στην πρώτη θέση της εγχώριας αγοράς. 

Συνδεθείτε παρακάτω
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.