Η ελβετική ωρολογοποιία παράγει λιγότερο αλλά κερδίζει περισσότερο

Η ελβετική βιομηχανία ρολογιών το 2021 είχε κέρδη ρεκόρ 21,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων από την πώληση ρολογιών. Το ενδιαφέρον για τα κομμάτια κορυφαίων πολυτελών brands, όπως η Rolex, η Patek Philippe και η Audemars Piguet αυξάνεται, ενώ οι τιμές τους ανεβαίνουν. Έτσι, παρατηρείται το εξής παράδοξο: τα κέρδη-ρεκόρ προέρχονται από τον μισό όγκο πωλήσεων, σε σχέση με μία δεκαετία πριν.

Ενώ μάρκες όπως η Rolex, η Patek Philippe και η Audemars Piguet συγκεντρώνουν την προτίμηση του κοινού, και άρα και τα περισσότερα κέρδη, οι μικρότερες μάρκες τείνουν να γίνονται επίσης πιο ακριβές. Ίσως αυτό εν μέρει εξηγείται επειδή είναι προφανές πως, όταν ένας αγοραστής επιλέγει ένα ρολόι άνω των 500 ευρώ, δεν το κάνει για χρηστικούς λόγους, παρά για επένδυση και στάτους. Εξάλλου, στην γκάμα των 500 ευρώ, όσο κομψό και διαχρονικό και αν φαντάζει ένα ελβετικό ρολόι, ο ανταγωνισμός του είναι πλέον το Apple Watch και όχι ένα κλασικό κομμάτι ωρολογοποιίας.

Σύμφωνα με συνέντευξη του διευθύνοντα συμβούλου της Oris, Rolf Studer στη Wall Street Journal, η μέση τιμή λιανικής ενός ελβετικού ρολογιού έχει αυξηθεί κατά περίπου 50% από το 2019, γεγονός που συνεπάγεται μια πιο exclusive πελατεία.

Βεβαια, η συμβουλευτική εταιρεία LuxeConsult υποστηρίζει ότι το κυνήγι των πλουσιότερων πελατών θα μπορούσε να έχει άσχημη κατάληξη, καθώς, όπως σημειώνεται, αφενός θα μπορούσε η βιομηχανία να εξελιχθεί σε υπερβολικά περιορισμένη και exclusive, αφετέρου περαιτέρω μειώσεις του όγκου παραγωγής θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ελλείψεις ανταλλακτικών και απώλεια της δεξιοτεχνίας και των δεξιοτήτων που απαιτούνται για τη διατήρηση των μικρότερων παικτών στον κλάδο.

Ωστόσο, σύμφωνα με δηλώσεις του ιδρυτή του Watch Charts, Charles Tian, στο Insider, το ενδιαφέρον των καταναλωτών και των συλλεκτών τείνει να συγκεντρώνεται έντονα γύρω από συγκεκριμένα μοντέλα περισσότερο, παρά συγκεκριμένα brands,των οποίων μάλιστα η αξία εκτοξεύεται στις εξειδικευμένες second-hand αγορές πολυτελών ρολογιών. Kάποια κομμάτια Rolex αποτελούν εντυπωσιακά παραδείγματα.

Διαβάστε ακόμα: Γιατί τα ρολόγια Rolex είναι τόσο δυσεύρετα και ακριβά 

Χαρακτηριστικό της εκτόξευσης των τιμών που έχουν τα Rolex είναι το γεγονός ότι για κωδικούς όπως είναι το κλασικό ατσάλινο μαύρο Submariner, με τιμή λιανικής για καινούριο στα 8.900 ευρώ – βάσει τιμοκαταλόγου 2021 -, η αγορά ενός μεταχειρισμένου μπορεί να φτάσει και σε αρκετές των περιπτώσεων να ξεπεράσει τις 13.000 ευρώ. Αντίστοιχα η τιμή ενός ατσάλινου ρολογιού Milgauss με τιμή λιανικής 8.100 ευρώ μπορεί να φτάσει και να υπερβεί σε τιμή μεταχειρισμένου τις 10.000 ευρώ.

Μάλιοστα, ειδικά για τη Rolex, τα δεδομένα δείχνουν ότι για τα μοντέλα με υψηλότερες τιμές, όπως το Daytona ή το Yacht Master, οι τιμές ανεβαίνουν με ταχύτερο ρυθμό από ό,τι στα βασικά μοντέλα, όπως το Datejust ή το Day-Date, σηματοδοτώντας μεγαλύτερη ζήτηση για κορυφαία κομμάτια.

Ένα άλλο παράδειγμα είναι το Nautilus Ref 5711 του Patek Philippe, το οποίο αρχικά πωλούνταν για 30.000 δολάρια, αλλά κοστίζει πλέον εξαψήφιο αριθμό. Το εμβληματικό σπορ ρολόι από χάλυβα έγινε τόσο δημοφιλές που ο πρόεδρος της Patek, Thierry Stern, θεώρησε ότι μειώνει τα άλλα μοντέλα της εταιρείας γι’ αυτό και σταμάτησε την παραγωγή του.

Εξάλλου, η ζήτηση για τη μάρκα Rolex κατά τη διάρκεια της πανδημίας εκτοξεύθηκε παγκοσμίως. Ο λόγος είναι ότι πολλοί αγοραστές ή εν δυνάμει αγοραστές Rolex βλέπουν μία επενδυτική ευκαιρία πίσω από την αγορά ενός τέτοιου ρολογιού. Οι ενδιαφερόμενοι διαισθάνονται ότι λόγω της αξίας που έχουν αποκτήσει τα συγκεκριμένα ρολόγια μπορεί κανείς να τα ρευστοποιήσει, αποκτώντας άμεσα μετρητά.

Παγκοσμίως παράγονται περίπου ένα εκατομμύριο ρολόγια από τη Rolex, τα οποία διατίθενται σε όλες τις χώρες παρουσίας της εταιρείας. Πρόσφατα η ωρολογοποιία τοποθετήθηκε αναφορικά με το ζήτημα των ελλείψεων αναφέροντας ότι “οι ελλείψεις στα προϊόντα μας, δεν αποτελούν μέρος της στρατηγικής μας”. Προηγήθηκαν σενάρια ένθεν κακείθεν που ήθελαν την εταιρεία να διανέμει κατά βούληση τα ρολόγια της και να αυξάνει τις τιμές της ενώ μπορεί να αυξήσει και την παραγωγή για να καλύψει τη ζήτηση. Από την πλευρά της, η Rolex έλεγε ότι “τα ρολόγια μας συναρμολογούνται στο χέρι σε κάποια από τις τέσσερις παραγωγικές μας εγκαταστάσεις στην Ελβετία, γεγονός που περιορίζει εκ των πραγμάτων την παραγωγική μας δυναμική”.

Ωστόσο, ίσως δεν είναι τυχαίο που η Rolex προχώρησε σε αύξηση τιμών περίπου 5%, ήδη στις αρχές του 2020, κάτι που συνέβη βέβαια και στην ελληνική αγορά. Κατά τη διάρκεια του 2020 οι πωλήσεις σε αξία της Rolex Hellas μειώθηκαν κατά 3,2%, κατερχόμενες στα 59,49 εκατ. ευρώ, αν και τα ρολόγια Rolex που πουλήθηκαν στην Ελλάδα ήταν 9% λιγότερα.

Με πληροφορίες από Business Insider