Ο γαλλικός όμιλος πολυτελείας Kering σχεδιάζει να αυξήσει τα έσοδα της Gucci στα 15 δισεκατομμύρια ευρώ μέσω ενός συνδυασμού αύξησης πωλήσεων στα καταστήματα, διευρυμένων δικτύων καταστημάτων και υψηλότερων τιμών.
Η γαλλική πολυεθνική εταιρεία Kering ανακοίνωσε τον νέο οικονομικό στόχο της για ένα από τα brands της. Η μητρική εταιρεία των οίκων Balenciaga, Bottega Veneta, Gucci, Alexander, McQueen και Yves Saint Laurent, είδε τα έσοδά της να εκτοξεύονται στα 9,73 δισεκατομμύρια ευρώ το 2021 μόνο από τις πωλήσεις των προϊόντων Gucci, το πιο κερδοφόρο brand του ομίλου.
Η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων αυτών ενίσχυσαν τη μετοχή της Kering κατά 5,5%. Τα κέρδη της Gucci αυξήθηκαν σχεδόν τέσσερις φορές και τα έσοδά της σχεδόν τριπλασιάστηκαν κατά την περίοδο 2015-19, υπό τον διευθύνοντα σύμβουλο Marco Bizzarri και τον δημοφιλή δημιουργικό διευθυντή Alessandro Michele. Συνολικά το 2021, ο όμιλος ανακοίνωσε καθαρά κέρδη 3,18 δισ. ευρώ και έσοδα 17,65 δισ. δολαρίων, αυξημένα 13% από το 2019 (15,88 δισ. ευρώ) το 2019 και 35% από το 2020 (13,10 δισ. ευρώ).
Το 2022, η Kering προσπαθεί να αλλάξει τη στρατηγική της χωρίς να εφαρμόζει την ίδια φόρμουλα για όλα τα brands, αλλά να αφήνει σε κάθε μάρκα την ελευθερία να αναπτύξει τη δική της.
Ο οίκος Gucci ιδρύθηκε το 1921 από τον Guccio Gucci και από το 1999, ο οίκος ανήκει στον όμιλο Kering και έκτοτε αποτελεί βασικό φορέα εσόδων του. Φέτος η Kering και η Gucci ανακοίνωσαν το σχέδιό τους να αυξηθούν τα έσοδα του οίκου στα 15 δισεκατομμύρια ευρώ. Η πολιτική που θα ακολουθήσει αφορά τόσο τα προϊόντα όσο και τα καταστήματα: οι τιμές και ο αριθμός των προϊόντων θα αυξηθούν, όπως και ο αριθμός των καταστημάτων του. Βέβαια, η Gucci δεν θα είναι το πρώτο luxury brand που θα ανακοινώσει την ανατίμηση των προϊόντων του, καθώς ήδη ο οίκος Chanel ανακοίνωσε τον Φεβρουάριο ότι θα ακριβύνει τις τσάντες του.
Τα προϊόντα Gucci τα τελευταία χρόνια γνωρίζουν μία έντονη δημοτικότητα. Η παγκόσμια παρουσία είναι το κλειδί που την ανέδειξε δημοφιλή μάρκα σε είδη πολυτελείας. Η παγκόσμια εμβέλεια της Gucci πέρα από τη βιομηχανία της μόδας μπορεί να εξηγήσει την αγάπη του κοινού. Εκτός από τη μόδα, η Gucci δραστηριοποιείται με τρόπο ώστε να σχετίζεται με τη μουσική, την αυτοκινητοβιομηχανία, τα είδη σπιτιού και τη βιομηχανία μακιγιάζ.
Επιλέγει προσεκτικά δημοφιλή δημόσια πρόσωπα ως brand ambassadors. Η σχέση της Gucci με διάσημους όπως ο Harry Styles, η Adele, η Lil Pump και η Candice King την κάνει δημοφιλή στη νεότερη γενιά που ακολουθεί και μιμείται τέτοιες διασημότητες. Παράλληλα, όλα τα παραπάνω πρόσωπα έχουν εκατομμύρια ακόλουθους στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσής τους, κάτι που τους επιτρέπει να προσεγγίζουν πολλούς πελάτες ταυτόχρονα.
Αν και άλλοι οίκοι μόδας παράγουν τα προϊόντα τους μαζικά, η παγκόσμια φήμη της Gucci προέκυψε από τα πρότυπα υψηλής ποιότητας, τα μοναδικά σχέδια και τις έξυπνες και επιθετικές στρατηγικές μάρκετινγκ που στοχεύουν σε νεότερο ηλικιακά κοινό. Οι διαφημίσεις της Gucci δείχνουν ότι η επωνυμία είναι πρόθυμη να χρεώσει τους πελάτες όσο είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν· καθώς δεν έχουν όλοι την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν γνήσια προϊόντα Gucci, το exclusivity του brand ενισχύεται, μαζί και η αίγλη του. Αυτή η προσέγγιση μάρκετινγκ ενισχύει τη δημοτικότητα της μάρκας. Ωστόσο, το πιο σημαντικό, υπογραμμίζει ότι η επωνυμία δε στοχεύει ή δεν εξυπηρετεί όλους τους αγοραστές, αναπτύσσοντας μια μορφή επιλεκτικότητας πελατών ενώ παράλληλα αυξάνει τη δημοτικότητά της. Αυτή η αποκλειστικότητα κάνει ένα προϊόν με το λογότυπο Gucci αντικείμενο του πόθου και τελικά προσελκύει περισσότερους καταναλωτές, οι οποίοι είναι πρόθυμοι να πληρώσουν υψηλό κόστος.
Οι Millennials και η Gen Z-ers λατρεύουν τα προϊόντα Gucci, όπως τονίζεται σε άρθρο του Forbes. Έκθεση του The Lyst Index το 2018 ανέφερε ότι περισσότερες από τις μισές συνολικές πωλήσεις έγιναν sτους Millennials. Ωστόσο, μεγάλο μέρος της επιτυχίας της μάρκας μέχρι πρόσφατα βασιζόταν στους Κινέζους. Η Barclays εκτιμά ότι η ιταλική μάρκα λαμβάνει περίπου το 35% των πωλήσεών της από την Κίνα, έναντι 27% για το τμήμα μόδας και δερμάτινων ειδών της LVMH και 26% για την Hermès.
Για να αναπτύξει περαιτέρω λοιπόν την ιταλική επωνυμία στην Κίνα, ο όμιλος Kering στρατολόγησε πρώτα τον πρώην διευθυντή της Tiffany, Laurent Cathala, για να διαχειριστεί τις κινεζικές επιχειρήσεις. Στη συνέχεια, θέλει να ενισχύσει τις τοπικές ομάδες, δίνοντάς τους μεγαλύτερη αυτονομία. Σύμφωνα με τους αναλυτές, θα διαχειρίζονται και θα ελέγχουν άμεσα τις δραστηριότητες μάρκετινγκ και διαφήμισης. Μια ασυνήθιστη κίνηση δεδομένου ότι οι στρατηγικές αποφασίζονται συνήθως στα ευρωπαϊκά γραφεία μεγάλων ομίλων.
Με πληροφορίες από το Reuters
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.