Το λιανεμπόριο αλλάζει, με τους μεγάλους retailers να γίνονται πιο εξωστρεφείς και ανοιχτοί σε νέες επιχειρηματικές δραστηριότητες που αντιλαμβάνονται ότι μπορούν να τους βοηθήσουν να αναπτύξουν το brand τους και να προσφέρουν στους πελάτες τους υπηρεσίες που θα τους διαφοροποιήσουν από τους ανταγωνιστές τους.
Έτσι, παρατηρείται το τελευταίο διάστημα η τάση μεγάλα ονόματα του φυσικού λιανεμπορίου να ανακοινώνουν επενδύσεις σε ανερχόμενες νεοφυείς εταιρείες που πιστεύουν ότι μπορούν να προσθέσουν αξία στην επιχείρησή τους. Δεν πρόκειται βέβαια για ένα νέο concept, ωστόσο πλέον καταγράφεται με έναν επιταχυνόμενο ρυθμό, καθώς ο ανταγωνισμός αυξάνεται και η αγορά απαιτεί γρήγορη εξέλιξη και καινοτομία.
Οι επενδύσεις αυτές μπορεί να έχουν διάφορες μορφές. Κάποιοι μπορεί να επενδύουν σε startups τεχνολογίας, άλλοι σε μικρότερους λιανοπωλητές, εν είδει στρατηγικών συνεργασιών που έχουν έναν απώτερο στόχο και ένα ευγενές κίνητρο. Αυτές οι συμφωνίες μπορούν να ενισχύσουν τα έσοδα και των δύο πλευρών, αλλά και να αναβαθμίσουν τις επιχειρηματικές τους δυνατότητες, αν και κάποιες φορές μπορεί να συνοδεύονται από οικονομικά ρίσκα.
Είδαμε, για παράδειγμα, τη Victoria’s Secret να ανακοινώνει επένδυση σε ένα brand με μαγιό, και αργότερα άλλη μια επένδυση 7 εκατομμυρίων δολαρίων σε επιχειρήσεις ιδρυμένες από γυναίκες. Ή τη Walmart να επενδύει, πέρυσι, σε διάφορες εταιρείες τεχνολογίας, ώστε να εξελίξει τις μεθόδους διανομής των προϊόντων της, όπως σε μια εταιρεία παροχής υπηρεσιών drone, αλλά και στην Cruise, που δημιουργεί αυτόνομα ηλεκτρικά οχήματα. Και την Carrefour, τον μεγαλύτερο λιανέμπορο τροφίμων στην Ευρώπη, να ανακοινώνει πριν από λίγους μήνες την ίδρυση ενός fund που θα επενδύει σε startups ψηφιακού λιανεμπορίου.
Οι αναλυτές σχολιάζουν ότι με αυτές τις συνεργασίες οι λιανοπωλητές αποκτούν επιπλέον αξία και τη δυναμική να καλλιεργήσουν μια κουλτούρα καινοτομίας, και αναμένουν να δουν την τάση να ενισχύεται, με όλο και περισσότερα κεφάλαια να διοχετεύονται σε τέτοιες επενδύσεις.
Κάθε εταιρεία, βέβαια, μπορεί να έχει διαφορετικές προθέσεις όταν προχωρά στην απόφαση να επενδύσει σε μια μικρότερη. Ωστόσο, άνθρωποι της αγοράς εξηγούν ότι το βασικό κίνητρο είναι να βελτιώσουν την εμπειρία που προσφέρουν στους πελάτες τους, αναβαθμίζοντας και εμπλουτίζοντας τις γνώσεις τους σε όσα μπορούν να τους προσφέρουν οι σύγχρονες τεχνολογίες. Επενδύοντας σε καινοτόμες startups, μπορούν να εξελίξουν τον σχεδιασμό των προϊόντων τους και να έχουν πρόσβαση σε γνώσεις, δεδομένα και εργαλεία που δεν έχουν οι άλλοι, κάτι που ασφαλώς αποτελεί έναν ισχυρό παράγοντα διαφοροποίησης.
Διαβάστε ακόμα: H Victoria’s Secret λανσάρει e-shop με brands ιδρυμένα από γυναίκες
Συμβαίνει, ακόμα, μια επένδυση σε μια μικρότερη εταιρεία να αποτελεί έναν τρόπο για τον retailer να αναδείξει και να ενισχύσει την ταυτότητά του, τις αρχές και τις ηθικές αξίες του, ένα εργαλείο branding, ουσιαστικά, που λειτουργεί μέσω της υποστήριξης ενός ανώτερου σκοπού. Για παράδειγμα, η επένδυση της Victoria’s Secret στη γυναικεία επιχειρηματικότητα μπορεί να ιδωθεί μέσα στο πλαίσιο των προσπαθειών της να αναβαθμίσει την εικόνα της, που μέχρι πρόσφατα ήταν εκείνη ενός brand που προωθεί σεξιστικά στερεότυπα για τις γυναίκες. Ή, σε ένα άλλο παράδειγμα, μετά τις διαδηλώσεις του κινήματος Black Lives Matter το 2020, έπειτα από τη δολοφονία του George Floyd, ο μεγάλος Αμερικανός retailer, Target, ήταν από τους πρώτους που επένδυσε σε εταιρείες μαύρων επιχειρηματιών.
Επισημαίνεται, πάντως, από τους ειδικούς, ότι αυτού του είδους οι στρατηγικές επενδύσεις μπορούν να φανούν αποτελεσματικές σε βάθος χρόνου μόνο όταν συνοδεύονται από αυθεντική αφοσίωση και πίστη στους ευγενείς σκοπούς που προβάλλουν, όταν δηλαδή οι επιχειρήσεις έμπρακτα αποδεικνύουν ότι είναι ουσιαστικά στρατευμένες σε αυτούς τους σκοπούς και τις αρχές, και όταν αυτό αποδεικνύεται σε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων τους, διατρέχοντας την εταιρική τους κουλτούρα.
Από την άλλη, οι μικρές αυτές επιχειρήσεις σαφώς επωφελούνται από τη σχέτισή τους με τόσο μεγάλα ονόματα του λιανεμπορίου. Κατ’αρχάς, και μόνο η επιλογή τους για μια επένδυση αποτελεί μια άτυπη έγκριση, κατά κάποιον τρόπο, μια αναγνώριση της αξίας τους στην αγορά. Η φήμη τους βελτιώνεται και αποκτούν τη δυνατότητα να διευρύνουν το δίκτυο των συνεργατών τους. Κάποιες καταφέρνουν μάλιστα να γνωρίσουν σημαντική ανάπτυξη, χάρη σε αυτές τις επενδύσεις.
Βέβαια, όλα αυτά δε σημαίνουν ότι όλες οι τέτοιου είδους συνεργασίες έχουν πάντα αίσια εξέλιξη. Υπάρχει πάντα η πιθανότητα στην πορεία να αποδειχθεί ότι τα δύο μέρη δεν είχαν τελικά τις ίδιες επιδιώξεις, ή ο μεγαλύτερος retailer να αποπροσανατολίσει τη startup από τους αρχικούς της στόχους. Γι’ αυτό, λένε οι ειδικοί, το ενδιαφέρον ενός μεγάλου λιανεμπόρου για μια μικρή εταιρεία δεν αποτελεί πάντα μια εξαιρετική ευκαιρία για αυτήν. Αλλά και ένας μεγάλος επενδυτής – λιανέμπορος, μπορεί τελικά να δει την επένδυσή του να πηγαίνει χαμένη ή να εμπλακεί σε αμφιλεγόμενες δραστρηριότητες ή πρακτικές.
Ισχύουν δηλαδή και εδώ όσα ισχύουν για μια οποιαδήποτε συνεργασία. Πάντως, αυτή η επενδυτική κινητικότητα παραμένει γεγονός και προοιωνίζεται ενδεχομένως μια εξέλιξη του τοπίου του λιανεμπορίου, με τους μεγάλους παίκτες, που διαθέτουν τους πόρους να εξελιχθούν, να ενισχύουν τις δυνατότητές τους, να διευρύνουν τον ρόλο τους, να αποκτούν τεχνογνωσία σε τομείς που πριν λίγα χρόνια μπορεί να θεωρούνταν ότι ανήκουν σε εντελώς διαφορετικούς κλάδους από τον δικό τους – χάρη στις επενδύσεις τους σε καινοτόμες startups.
Με πληροφορίες από το ModernRetail
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.