Kόντρα στις αντιδράσεις, ο μεγαλύτερος οίκος ειδών πολυτελείας στον κόσμο, ο LVMH (Moët Hennessy Louis Vuitton), στο χαρτοφυλάκιο του οποίου ανήκουν μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της μόδας, όπως οι Louis Vuitton, Dior, Marc Jacobs και Fendi, συνεχίζει να χρησιμοποιεί γνήσια δέρματα και γούνες, υπερασπιζόμενος μάλιστα την επιλογή του.
Είναι χαρακτηριστικό ότι κάθε φορά που φτάνει στα μέσα η είδηση για άλλον έναν οίκο μόδας που ανακοινώνει ότι παύει να χρησιμοποιεί γούνα ή δέρμα, ή όταν ανακοινώνεται ένας νέος νόμος για την απαγόρευση χρήσης γούνας ή εκτροφής γουνοφόρων ζώων, η συζήτηση καταλήγει στο «Ναι αλλά τι θα γίνει με τον LVMH;»
Πριν λίγες μέρες, στη σύνοδο του FT Live για τις επιχειρήσεις του κλάδου της πολυτέλειας, ο Antoine Arnault, μέλος του συμβουλίου του ομίλου, επικεφαλής του για το περιβάλλον και γιος του προέδρου και CEO του, και πλουσιότερου ανθρώπου στην Ευρώπη, Bernard Arnault, μίλησε σχετικά με τους λόγους για τους οποίους ο κολοσσός ειδών πολυτελείας εξακολουθεί να χρησιμοποιεί γούνα και δέρμα στα brands του.
Όπως είπε, ο όμιλος ενθαρρύνει τις μάρκες του να στραφούν σε εναλλακτικές λύσεις όπως η ανεπτυγμένη σε εργαστήρια γούνα, αλλά στους οίκους, τον τελικό δημιουργικό λόγο τον έχουν οι σχεδιαστές, συνεπώς εκείνοι αποφασίζουν τι υλικά θα χρησιμοποιήσουν. Συμπλήρωσε ακόμα ότι η χρήση γούνας από τους μεγάλους οίκους του ομίλου δημιουργεί θέσεις εργασίας, ότι ολόκληρες επιχειρήσεις εξαρτώνται από την εμπορία και την επεξεργασία της, αλλά και ότι, αν ο όμιλος LVMH δεν πουλούσε προϊόντα με γούνα, οι καταναλωτές που τα επιλέγουν θα στρέφονταν σε άλλες εταιρείες, που δεν ακολουθούν τόσο βιώσιμες και υπεύθυνες μεθόδους, όσο ο γαλλικός κολοσσός.
Όπως είπε, «δεν υποστηρίζουμε τη βάναυση μεταχείριση ζώων, εννοείται ότι είμαστε εναντίον της». Ο όμιλος LVMH είναι διαρκής στόχος κατηγοριών από ακτιβιστές και οργανώσεις για τα δικαιώματα των ζώων, που πιέζουν για την απαγόρευση της χρήσης γούνας και δερμάτων. Μάλιστα, συχνά σχολιάζεται η αντίθεση με τον έτερο μεγάλο όμιλο ειδών πολυτελείας, τον Kering, μητρικό του οίκου Gucci, που τον περασμένο Σεπτέμβριο ανακοίνωσε ότι καταργεί τη γούνα από τις συλλογές των brands του.
Εν τω μεταξύ, ανάμεσα στα brands του LVMH βρίσκεται και αυτό του Fendi, ενός οίκου με παράδοση στις γούνες και τα εξωτικά δέρματα. Πρόσφατα, ο οίκος ανακοίνωσε μια συνεργασία για τη δημιουργία στο εργαστήριο ινών γούνας, με τη βοήθεια κερατίνης, ενώ έχει ακόμα δεσμευτεί ότι το σύνολο των πρώτων υλών του θα είναι «παραγμένο υπεύθυνα» μέχρι το 2026. Στην ανάπτυξη ινών γούνας στο εργαστήριο αναφέρθηκε και ο Antoine Arnault, λέγοντας ότι του φαίνεται καλύτερη επιλογή από τη συνθετική γούνα. Αλλά συμπλήρωσε ότι η εταιρεία είναι ανοιχτή στην αλλαγή, ωστόσο, για να λανσαριστεί στην αγορά και να χρησιμοποιηθεί ευρέως από τα brands η «καλλιεργημένη» γούνα, θα πρέπει η αντοχή και οι ιδιότητές της να έχουν για τους καταναλωτές την ίδια αξία με τη φυσική.
Όσο για τα εξωτικά δέρματα που χρησιμοποιεί, όπως δέρματα από κροκοδείλους και πύθωνες, λέει ότι αυτά τα προμηθεύεται από φάρμες που ακολουθούν αυστηρές προδιαγραφές για την ευημερία των ζώων. Μάλιστα, στον ιστότοπό της η Fendi λέει ότι «σέβεται τη γνώμη και την ελευθερία επιλογής όλων» και ότι, για όσους «έχουν επιλέξει ελεύθερα να φορούν γούνα» έχει αποστολή την «ηθική προμήθεια» ποιοτικής γούνας.
Μπορεί ο Antoine Arnault να αναφέρθηκε ακόμα και σε άλλες προσπάθειες βιωσιμότητας της εταιρείας, όπως την πώληση αχρησιμοποίητων υφασμάτων από τους μεγάλους οίκους, σε πολύ χαμηλές τιμές, ωστόσο δε φαίνεται να ικανοποιεί το κοινό που ζητά πιο μεγάλα βήματα προς τη βιωσιμότητα και τον σεβασμό στα δικαιώματα των ζώων.
Το επιχείρημα πάντως που χρησιμοποίησε ο Antoine Arnault θυμίζει την ανάλογη επιχειρηματολογία του οίκου Hermès, διάσημου για τα exclusive δερμάτινα είδη του, ο οποίος, αν και πέρυσι λάνσαρε την πρώτη του τσάντα από το υλικό «Sylvania», ένα εναλλακτικό δέρμα δημιουργημένο από μανιτάρια, εξακολουθεί να επενδύει στο δέρμα, αλλά σημειώνει ότι το κάνει με έμφαση στην ιχνηλασιμότητα, ώστε να έχει απόλυτο έλεγχο μιας ηθικής εφοδιαστικής αλυσίδας. Μάλιστα, ο Hermès λέει ότι η δημιουργία δερμάτινων, ανθεκτικών, διαχρονικών αντικειμένων που κληροδοτεί η μία γενιά στην άλλη και δεν πετιούνται, είναι σύμφωνη με αληθινά βιώσιμες αρχές.
Σε αυτόν τον τρόπο σκέψης βασίζονται και εκείνοι που λένε ότι η χρήση εξωτικών δερμάτων από πιστοποιημένους παραγωγούς και με φροντίδα για τα ζώα, προστατεύει τη βιοποικιλότητα των εν λόγω οικοσυστημάτων σπάνιων ειδών.
Φυσικά, οι οργανώσεις για τα δικαιώματα των ζώων, μια αυξανόμενη μερίδα καταναλωτών – ίσως μικρότερη από ό,τι θα ήλπιζαν οι ακτιβιστές, αφού τα δερμάτινα και γούνινα προϊόντα αυτών των οίκων πουλάνε ακόμα εξαιρετικά – και μεγάλη μερίδα του Τύπου, σε όλα αυτά τα επιχειρήματα, εξακολυθούν να ρωτούν «Ναι αλλά τι θα γίνει με τον LVMH;» και να ζητούν αποφασιστικές κινήσεις προς όφελος των ζώων και του περιβάλλοντος.
Με πληροφορίες από τον Business Insider
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.