Η βιομηχανία της μόδας, με τους ρυθμούς που εξελίσσεται και την ολοένα επιταχυνόμενη παραγωγή, αποτελεί έναν από τους βασικότερους παράγοντες επιβάρυνσης του περιβάλλοντος. Είναι υπεύθυνη για το 8-10% των εκπομπών ρύπων διοξειδίου του άνθρακα παγκοσμίως, αλλά και για το 20% της σπατάλης νερού. Επιπλέον, χρησιμοποιεί περισσότερη ενέργεια από τη συνδυαστική κατανάλωση της αεροπλοΐας και του κλάδου των μεταφορικών.
Η νοοτροπία που έχει φέρει το fast fashion επιτείνει τον αρνητικό αντίκτυπο της μόδας. Μελέτες έχουν δείξει ότι τα τελευταία χρόνια οι άνθρωποι αγοράζουν περισσότερα ρούχα ξοδεύοντας λιγότερα χρήματα, αφού η ποιότητά τους είναι όλο και πιο ευτελής και οι τιμές τους χαμηλότερες, ενώ έχει μειωθεί ο χρόνος που φοριέται κάθε ρούχο, και πολλά από αυτά καταλήγουν στις χωματερές.
Όλα τα στοιχεία δείχνουν πως οι προσπάθειες της βιομηχανίας της μόδας για βιώσιμες λύσεις δεν είναι αποτελεσματικές στον βαθμό που απαιτείται. Τα μεγάλα brands επιταχύνουν διαρκώς την παραγωγή τους, απαιτώντας έτσι περισσότερες πρώτες ύλες και παράγοντας ως αποτέλεσμα περισσότερα απορρίμματα. Για την ακρίβεια, τα τελευταία 15 χρόνια η παραγωγή ενδυμάτων έχει διπλασιαστεί.
Εγχειρήματα για χρήση φιλικών προς το περιβάλλον υλών δεν αρκούν για να αντιμετωπίσουν τους όλο και ταχύτερους ρυθμούς παραγωγής και κατανάλωσης. Οι κολοσσοί του fast fashion, το Zara, τα H&M, και του ultra-fast fashion, όπως το Shein, το οποίο έχει λανσάρει από την αρχή της χρονιάς πάνω από 314.000 νέα σχέδια ρούχων, όσες καμπάνιες βιωσιμότητας και αν κάνουν και όση ανακυκλωμένη πολυεστερική ίνα και βιολογικό βαμβάκι και αν χρησιμοποιήσουν, εξακολουθούν να βασίζονται στο μοντέλο της ογκώδους παραγωγής και της υπερκατανάλωσης, που είναι κατεξοχήν υπεύθυνο για το ανθρακικό τους αποτύπωμα.
Διαβάστε ακόμα: Γιατί η βιωσιμότητα ανεβαίνει στις προτεραιότητες της μόδας
Ακόμα και στον εργασιακό τομέα προκύπτουν τεράστια ζητήματα. Χώρες στις οποίες μεγάλο μέρος του πληθυσμού, ακόμα και παιδιά, εργάζονται σε βιοτεχνίες ενδυμάτων της Νοτιοανατολικής Ασίας, στο Μπαγκλαντές, το Βιετνάμ, τη Μιανμάρ, την Καμπότζη, βρίσκονται ουσιαστικά ένα βήμα μακριά από το χαρακτηρισμό «σύγχρονη σκλαβιά». Αν ρίξει κανείς μια ματιά στις ετικέτες των ρούχων που αγοράζει από τα μεγάλα brands, είναι πολύ πιθανό να δει στη σήμανση κάποια από αυτές τις χώρες.
Η ρίζα του προβλήματος βρίσκεται ακόμα και σήμερα στην προτεραιοποίηση του κέρδους έναντι της βιωσιμότητας και του ανθρώπου από τις μεγάλες εταιρείες.
Ωστόσο τι μπορεί να γίνει ώστε να βελτιωθεί η κατάσταση; Μπορούμε εμείς ατομικά να συμβάλουμε; Θα πρέπει να υπάρξει ουσιαστική «διαπραγμάτευση» μεταξύ κυβερνήσεων, εταιρειών και καταναλωτών, εφόσον υπάρχει πρόθεση να αντιμετωπιστούν τα παραπάνω.
Ο τρόπος ντυσίματος πρέπει να αναθεωρηθεί προς όφελος του περιβάλλοντος. Για να έχουν ουσιαστικό αποτέλεσμα οι πράξεις μας, θα πρέπει να μειώσουμε το πλήθος ρούχων που αγοράζουμε κατά 75%, ενώ τα ρούχα θα πρέπει να είναι κατασκευασμένα με γνώμονα την αντοχή, ώστε να τα φοράμε για περισσότερο χρόνο, και στο παιχνίδι θα πρέπει να μπει και η ανακύκλωση παλαιότερων ενδυμάτων. Το τελευταίο έχει μεγάλη συνάφεια με την αντοχή και την ποιότητα, καθώς ένα κακής ποιότητας ρούχο δεν μπορεί ούτε να μεταποιηθεί, ούτε να ανακυκλωθεί, ούτε να μεταπωληθεί στις second-hand αγορές.
Μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να μας βάλει στο concept του «slow fashion», του οποίου οι αρχές βρίσκονται στο άλλο άκρο του fast fashion. To Slow Fashion ζητά πιο ανθεκτικά και ποιοτικά ρούχα, πιο κλασικά, διαχρονικα σχέδια, ώστε να μπορεί ο καταναλωτής να τα φορά περισσότερο, έμφαση στη γνώση της προέλευσης των ρούχων, στροφή στα second-hand ρούχα και την ενοικίαση.
Διαβάστε ακόμα: Η σημασία της συνέπειας λόγων και έργων των εταιριών μόδας σε θέματα βιωσιμότητας
Εκτός από την ενοικίαση ή ακόμα και την ανταλλαγή ενδυμάτων, μπορούν να αποδειχτούν βιώσιμες λύσεις και οι μεταποιήσεις, οι οποίες εξάλλου συρρικνώνουν το κόστος των ρούχων που φοράμε, καθώς το κόστος αγοράς του καινούριου προϊόντος είναι πάντα μεγαλύτερο.
Το συμπέρασμα των παραπάνω είναι πως θα πρέπει ως καταναλωτές να αναπτύξουμε μια κουλτούρα ντυσίματος η οποία θα μειώνει το αποτύπωμά μας στο περιβάλλον και υπάρχουν αρκετοί τρόποι να το πετύχουμε.
Όσον αφορά την ίδια τη βιομηχανία της ένδυσης, η μετάβαση σε ένα ολοκληρωτικά βιώσιμο μοντέλο δεν είναι εύκολη αποστολή. Θα πρέπει να λάβει χώρα ένα πλήθος μεταρρυθμίσεων, καθώς και να αναθεωρηθούν πάγιες έως σήμερα πρακτικές όσον αφορά όχι μόνο τις διαδικασίες παραγωγής, αλλά και τις εργασιακές συνθήκες αλλά και τον κοινωνικό αντίκτυπο. Εδώ πρέπει να μπουν πολύ ενεργά στο παιχνίδι οι αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές των κυβερνήσεων, που οφείλουν να θέσουν κανόνες και περιορισμούς στα μεγάλα brands, καθώς, αποδεδειγμένα, δεν είναι δυνατό να περιμένουμε από τις μεγάλες εταιρείες, επιχειρήσεις με μετόχους που ενδιαφέρονται κατά βάση για την ανάπτυξη της επιχείρησης, να προβούν οικειοθελώς και από αγαθή πρόθεση σε δραστικές αλλαγές του μοντέλου του τρόπου λειτουργίας τους.
Παράλληλα, δεν πρέπει να υποβαθμίζεται και ο ανθρωπιστικός αντίκτυπος της βιομηχανίας της μόδας. Η έννοια της βιωσιμότητας περιλαμβάνει συνολικά τις ηθικές παραμέτρους που αφορούν και τη θέση του ανθρώπου στην εφοδιαστική αλυσίδα, καθώς και τη σχέση των brands με τις κατά τόπους κοινότητες στις οποίες δραστηριοποιούνται. Τα πάντα είναι αλληλένδετα και αλληλοϋποστηριζόμενα. Μια μάρκα που λειτουργεί εγκαταστάσεις σε κάποια περιοχή, χρησιμοποιεί το νερό και το βαμβάκι της, δε σέβεται την κοινότητα που ζει εκεί, κατασπαταλά και εκμεταλλεύεται πόρους και ντόπιους εργαζομένους, ασφαλώς δεν μπορεί να θεωρηθεί βιώσιμης φιλοσοφίας.
Ζωτικής σημασίας είναι λοιπόν η στήριξη και των εργαζομένων που πιθανόν χάσουν τις θέσεις τους λόγω των μεταρρυθμίσεων, ενώ θα πρέπει να εξεταστεί και η βελτίωση των εισοδημάτων των εργαζόμενων στη βιομηχανία.
Όσο δύσκολα και αν φαντάζουν στην υλοποίησή τους τα παραπάνω, κρίνονται απαραίτητα για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της βιομηχανίας της μόδας στο περιβάλλον και κατ’ επέκταση σε εμάς τους ίδιους. Τελικά, έχει σημασία πώς παράχθηκε και τι διαδρομή έκανε για να φτάσει στην ντουλάπα μας το μπλουζάκι που επιλέξαμε και φορέσαμε το πρωί.
Με πληροφορίες από το The Conversation
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.