Οι γεωπολιτικές συγκρούσεις πλέον επικρατούν όλων των άλλων κινδύνων που απειλούν την οικονομική ανάπτυξη, σύμφωνα με στελέχη επιχειρήσεων από ολόκληρο τον κόσμο, που συμμετείχαν σε έρευνα της McKinsey.
Ανάλογη έρευνα πραγματοποιείται κάθε τρίμηνο, αποτυπώνοντας τις αλλαγές στο οικονομικό και επιχειρηματικό κλίμα διεθνώς. Έτσι, στην τελευταία έρευνα, που πραγματοποιήθηκε λίγο μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, το γενικότερο συμπέρασμα είναι ότι η αισιοδοξία για το παγκόσμιο οικονομικό μέλλον εξακολουθεί να φθίνει, και ότι πλέον η πανδημία δεν είναι βασικός λόγος ανησυχίας όσον αφορά τους κινδύνους που απειλούν την οικονομική ανάπτυξη, όπως ήταν συνεχόμενα για τα τελευταία δύο χρόνια.
Τα τρία τέταρτα των ερωτηθέντων νιώθουν αβεβαιότητα σχετικά με τον αντίκτυπο του πολέμου στην οικονομία, δηλώνοντας ότι, για το άμεσο μέλλον, ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την παγκόσμια ανάπτυξη προέρχεται από τις γεωπολιτικές συγκρούσεις. Αν και, δεδομένου του πολέμου στην Ουκρανία, λίγο πολύ ένα τέτοιο εύρημα μπορεί να θεωρηθεί αναμενόμενο, παραμένει εντυπωσιακή η διαφορά των ποσοστών σε σχέση με το προηγούμνο τρίμηνο: το ποσοστό των συμμετεχόντων στην έρευνα που θεωρούν ότι ο κύριος κίνδυνος για την παγκόσμια οικονομία είναι η πανδημία έπεσε από το 57% στο 12%.
Εν τω μεταξύ, αν και η γενικότερη αισιοδοξία για το μέλλον δεν έχει εξανεμιστεί πλήρως, συνεχίζει την καθοδική της πορεία. Οι ερωτηθέντες δηλώνουν πλέον σε μικρότερο ποσοστό ότι η οικονομία διεθνώς αλλά και στη χώρα του καθενός, βελτιώνεται. Το 76% λένε ότι η γεωπολιτική αστάθεια και οι συγκρούσεις θέτουν σε κίνδυνο την παγκόσμια οικονομία τους επόμενους δώδεκα μήνες, ενώ το 57% τις θεωρούν απειλή για την οικονομία της χώρας τους. Το ενδιαφέρον στοιχείο εδώ είναι ότι η απαισιοδοξία είναι πιο έντονη στις αναπτυγμένες οικονομίες, από ό,τι σε εκείνες που τώρα αναπτύσσονται. Επιπλέον, η γεωπολιτική αστάθεια αναγνωρίστηκε ως ο νούμερο ένα κίνδυνος σε όλες τις γεωγραφικές περιοχές, εκτός από την Κίνα, όπου η πανδημία παραμένει ο πιο σημαντικός κίνδυνος.
Διαβάστε ακόμα: Μπορεί η Ευρώπη να επιστρέψει στον άνθρακα, ελλείψει ρωσικού πετρελαίου και αερίου;
Σχετικά με το πώς βλέπουν το άμεσο μέλλον, δηλαδή τους επόμενους έξι μήνες, το 43% πιστεύουν ότι οι συνθήκες μπορούν να βελτιωθούν, συγκριτικά με ένα 40% που θεωρούν ότι θα χειροτερέψουν. Πρόκειται για την πρώτη φορά, μάλιστα, από τον Ιούλιο του 2020, που το ποσοστό των στελεχων που νιώθουν αισιοδοξία έχει πέσει κατω από το 50%.
Ανάμεσα στις ανησυχίες αναφέρονται ακόμα οι αυξήσεις στα επιτόκια, παγκοσμίως, και μάλιστα ο κίνδυνος αυτός βρίσκεται στις πέντε πρώτες θέσεις των κινδύνων για το άμεσο μέλλον. Την πεποίθηση ότι τα επιτόκια μάλλον θα αυξηθούν, αντί να παραμείνουν σταθερά, διατυπώνουν συχνότερα στελέχη από τη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη. Ειδικότερα, στις πέντε πρώτες θέσεις βρισκονται, μετά τη γεωπολιτική αστάθεια, οι ασταθείς τιμές στην ενέργεια (42%), ο πληθωρισμός (33%), η άνοδος των επιτοκίων (18%) και οι μεταβολές στις εμπορικές σχέσεις (16%).
Αυτό το χάσμα ανάμεσα στη σκοπιά που έχουν οι εκπρόσωποι των αναπτυγμένων σε σχέση με εκείνους των αναπτυσσόμενων οικονομιών καταγράφεται για τρίτη συνεχόμενη φορά σε αυτήν την έρευνα. Ειδικότερα, το 52% των ερωτηθέντων των αναπτυγμένων οικονομιών πιστεύουν ότι η κατάσταση της οικονομίας στη χώρα τους έχει βελτιωθεί τους προηγούμενους μήνες, πριν τον πόλεμο, σε σχέση με ένα ποσοστό της τάξης του 73% που καταγράφεται στους ερωτηθέντες από οικονομίες που τώρα ανεβαίνουν. Η θεώρηση αυτή είναι ανάλογη και αναφορικά με την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας, με μόλις ένα 39% των στελεχών από αναπτυγμένες οικονομίες να πιστεύουν ότι οι συνθήκες έχουν βελτιωθεί τους περασμένους μήνες, ενώ για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, αυτό το ποσοστό φτάνει το 68%. Οι τελευταίοι δείχνουν μεγαλύτερη αισιοδοξία και για το μέλλον, σε ποσοστό 55%, έναντι ενός 36% των πρώτων.
Η έρευνα αποτυπώνει την αβεβαιότητα που υπάρχει αυτήν τη στιγμή στην αγορά, και μια γενικευμένη απαισιοδοξία. Θα έχουν σίγουρα ενδιαφέρον τα αποτελέσματα της αντίστοιχης έρευνας του επόμενου τριμήνου, καθώς ο πόλεμος βρίσκεται σε εξέλιξη και οι συνέπειες των κυρώσεων στη Ρωσία και των αλλαγών στην ενεργειακή πολιτική των χωρών θα είναι τότε πιο ξεκάθαρες.
Με πληροφορίες από McKinsey & Company
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.