Δύο ελληνικές επιχειρήσεις έχουν συνδέσει άρρηκτα το όνομά τους με την ελληνική αγορά αναψυκτικών. Αμφότερες μάλιστα προέρχονται από την ελληνική περιφέρεια, με τη Λουξ να αντλεί την καταγωγή της και να διατηρεί την έδρα της στην Πάτρα, και την ΕΨΑ να δραστηριοποιείται στην περιοχή της Αγριάς Βόλου, εξού και το όνομά της (Ελληνικά Ψυγεία Αγριάς).
Και οι δύο αποτελούν αμιγώς οικογενειακές επιχειρήσεις, με τη Λουξ να διοικείται από τους αδελφούς, Γιάννη, Πλάτωνα και Κώστα Μαρλαφέκα και την ΕΨΑ από τον Μιχάλη και την Πέννυ Τσαούτου. Αν προσπαθούσε κανείς να αναζητήσει ανταγωνιστική σχέση μεταξύ των δύο επιχειρήσεων, πιθανότατα δε θα κατάφερνε να εντοπίσει ψήγματα αυτού του είδους. Κι αυτό γιατί εάν ρωτήσει τους μετόχους των δύο ελληνικών επιχειρήσεων για το εάν η μία εταιρεία ανταγωνίζεται την άλλη, το πιθανότερο είναι πως θα λάβουν την απάντηση, ότι τόσο η Λουξ όσο και η ΕΨΑ «συναγωνίζονται».
Κοινός στόχος είναι όσο το δυνατόν να κερδίζουν μερίδια από τις πολυεθνικές δυνάμεις της αγοράς, την Coca-Cola και την PepsiCo. Οι δύο επιχειρήσεις αποτελούν μέλη και της πρωτοβουλίας ΕΛΛΑΔΙΚΑ ΜΑΣ, η οποία αποτελεί έναν σχηματισμό εταιρειών που διατηρούν παραγωγή, ιδιοκτησία και έδρα στην Ελλάδα, και ως απώτερο στόχο έχει τη δημιουργία συνεργειών, αριθμώντας αυτήν τη στιγμή περισσότερα από 70 μέλη από διάφορους κλάδους της ελληνικής οικονομίας.
H γέννηση της ΕΨΑ
Η ΕΨΑ γεννήθηκε το 1924, όταν τα αδέλφια Ιωάννης και Γεώργιος Κοσμαδόπουλος, ιδιοκτήτες τράπεζας, είχαν αγοράσει εκτάσεις στην Αγριά Βόλου, με στόχο να δημιουργήσουν ψυγεία για την παραγωγή πάγκου και την διατήρηση φρέσκων φρούτων και λαχανικών, σκοπό για τον οποίο συνέστησαν την Ανώνυμο Εταιρεία Ψυγείων Αγριάς Βόλου. Το εργοστάσιά της που κατασκευάστηκε εκείνη την εποχή, αποτέλεσε τον βασικό λόγο, για τον οποίο η ευρύτερη περιοχή απέκτησε πρόσβαση στο δίκτυο ηλεκτροδότησης. Τα εγκαίνια πραγματοποίησε ο τότε κυβερνήτης της Ελλάδας, Ελευθέριος Βενιζέλος.
Η τράπεζα που διατηρούσαν οι αδελφοί Κοσμαδόπουλοι χρεοκόπησε το 1936 και η Ανώνυμος Εταιρεία Ψυγείων Αγριάς περιήλθε στην κατοχή της Εθνικής Τράπεζας, η οποία δημιουργώντας νέο καταστατικό ίδρυσε την εταιρεία Νέα Ψυγεία Αγριάς Α.Ε. Από εκείνη τη στιγμή και ύστερα κάθε διευθυντής της Εθνικής Τράπεζα ήταν ταυτόχρονα και διευθυντής της ΕΨΑ.
Η εταιρεία συνδέθηκε στενά με τη γυάλινη φιάλη που σχεδιάστηκε το 1939 από έναν υπάλληλο της Εθνικής Τράπεζας, τον Αριστείδη Αλεξανδρίδη. Στο κατώφλι της δεκαετίας του 1970, η ευρεία παρουσία των ψυγείων στα περισσότερα σπίτια, είχε ως αποτέλεσμα τη διακοπή παραγωγής πάγου από πλευράς της ΕΨΑ. Τότε ήταν που η Εθνική Τράπεζα δεν επιθυμούσε πλέον να έχει υπό την ιδιοκτησία της μία ζημιογόνα επιχείρηση, γι’ αυτό και προέβη στην πώλησή της, μετά από πρόταση εξαγοράς από τον Νίκο Τσαούτο και τους αδελφούς Μοσκαχλαϊδή.
Σε 35 χώρες του κόσμου
Τα τελευταία δέκα χρόνια η εταιρεία έχει εντατικοποιήσει τις προσπάθειές της για να ενισχύσει τις εξαγωγές της. Αυτήν τη στιγμή διατηρεί παρουσία σε 35 χώρες, με ποσοστό πωλήσεων που αγγίζει το 20% του τζίρου της να προέρχεται από το εξωτερικό. Ο κύκλος εργασιών της ήταν στα επίπεδα των 10 εκατ. ευρώ το 2021, ενώ στόχος για το 2022 είναι να φτάσει ακόμα και τα 12 εκατ. ευρώ.
Η διαδρομή της Λουξ
Η ιστορία της Λουξ ξεκίνησε μερικά χρόνια αργότερα από την ίδρυση της ΕΨΑ, το 1950, όταν στη συμβολή των οδών Παντοκράτορος και Ηλείας, πίσω από την ομώνυμη εκκλησία, ο Παναγιώτης Μαρλαφέκας ίδρυσε τη Λουξ, μία μικρού βεληνεκούς οικογενειακή επιχείρηση, που αρχικά είχε παραγωγή πορτοκαλάδας, λεμονάδας και γκαζόζας. Μάλιστα, τα διαθέσιμα μέσα ήταν αρκετά περιορισμένα, καθώς η εμφιάλωση γινόταν χειροκίνητα, ενώ και το καπάκι έμπαινε επίσης με το χέρι. Η διανομή των προϊόντων γινόταν με κάρο.
Στις αρχές του ’70 η Λουξ είχε 10 υπαλλήλους και η παραγωγή της είχε φτάσει τα 100 κιβώτια αναψυκτικών την ημέρα. Το 1967 η εταιρεία μεταφέρθηκε σε νέες και μεγαλύτερες εγκαταστάσεις και πλέον το 1972, ο Παναγιώτης Μαρλαφέκας αποφάσισε να πάει και σε ακόμα μεγαλύτερο χώρο, μεταφέροντας πλέον το εργοστάσιο της επιχείρησης σε σύγχρονες και ιδιόκτητες εγκαταστάσεις.
Σήμερα η εταιρεία διατηρεί εκτός από τις εγκαταστάσεις της στην Πάτρα και γραφεία στην Αθήνα. Το εργοστάσιο παραγωγής βρίσκεται στο Κεφαλόβρυσο, ενώ διατηρεί και κέντρο διανομής που βρίσκεται στη δημοτική κοινότητα Σαραβαλίου Πατέων, καθώς και εγκαταστάσεις παραγωγής συσκευασιών PET, στο Αίγιο. Από το 2008 διαθέτει κέντρο logistics στο Κορωπί Αττικής, μία κίνηση που στόχο είχε να μειώσει το κόστος και τον χρόνο μεταφοράς των προϊόντων προς τους πελάτες της.
Στα προϊόντα της συγκαταλέγονται οκτώ διαφορετικά είδη αναψυκτικών (πορτοκαλάδα, λεμονάδα, cola, βυσσινάδα, λουξ mix, γκαζόζα, σόδα και τόνικ). Επιπλέον διαθέτει τρεις κωδικούς αναψυκτικών plus ’n light (πορτοκαλάδα, λεμονάδα και cola). Στην γκάμα της συγκαταλέγονται επίσης τρία είδη παγωμένου τσαγιού, με λεμόνι, ροδάκινο και κόκκινα φρούτα, χυμοί, καθώς και η εμπορία του εμφιαλωμένου νερού Ζαγόρι στην ευρύτερη περιοχή της Αχαΐας.
Διαβάστε ακόμα: Ο Βίκος, η τάση των non alcoholics και η «μάχη» με το Ζαγόρι
Πρόσφατα απέκτησε και ποσοστό 42,34% στη Δίρφυς, εταιρεία παραγωγής και εμφιάλωσης νερού, καταβάλλοντας τίμημα 1,2 εκατ. ευρώ στον πλειστηριασμό που προηγήθηκε για την πώληση του ποσοστού που είχε στην κατοχή της η εταιρεία Νίκας Συμμετοχών, την οποία είχε δημιουργήσει ο εμβληματικός αλλαντοβιομήχανος, Παναγιώτης Νίκας.
Ο τζίρος της Λουξ το 2020 ήταν 32,9 εκατ. ευρώ, από 35,3 εκατ. ευρώ που ήταν το 2019, με τα κέρδη μετά από φόρους να είναι 1,78 εκατ. ευρώ το 2020, από 8,39 εκατ. ευρώ το 2019. Μάλιστα έχει κατακτήσει την 1η θέση μεριδίων στα αναψυκτικά με γεύση, μεταξύ των πολυεθνικών που δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά.
Αυτήν την περίοδο ετοιμάζει τα επόμενά της βήματα και σύμφωνα με πληροφορίες αναμένεται να παρουσιάσει νέα προϊόντα στην αγορά, εμπλουτίζοντας το χαρτοφυλάκιό της στο πλαίσιο των επενδύσεων που υλοποιεί στον κλάδο των αναψυκτικών.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.