Για όσους γνώριζαν λίγο καλύτερα την κατάσταση της εταιρείας Food Plus, συμφερόντων του κυπριακής καταγωγής επιχειρηματία, Χρήστου Ιωάννου αλλά και του κουμπάρου του, Γιώργου Τάνες, η αποχώρηση της διάσημης Pizza Hut δεν αποτέλεσε έκπληξη το καλοκαίρι του 2020.
Μάλιστα, θεωρήθηκε από πολλούς ως μία κίνηση επιβεβλημένη, δεδομένης της δυσμενούς οικονομικής κατάστασης στην οποία μέρα με τη μέρα βυθίζονταν τα οικονομικά της Food Plus, η οποία αναζητούσε διεξόδους τα τελευταία χρόνια με αλλεπάλληλες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, προκειμένου να μπορέσει να στηρίξει τη δραστηριότητά της. Μάλιστα, εκτός από την Pizza Hut, η ίδια εταιρεία διαχειρίζεται στη χώρα μας και τα καταστήματα KFC.
Λίγο ή πολύ οι επικεφαλής και ιδιοκτήτες της εταιρείας άφηναν να εννοηθεί με κάθε τρόπο ή και το δήλωναν ευθαρσώς ότι όλα τα προηγούμενα χρόνια είχαν καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να επιστρέψει η δραστηριότητα της Pizza Hut σε λειτουργική κερδοφορία στη χώρα μας, χωρίς αυτό να καταστεί τελικά δυνατόν.
Στα όσα προβλήματα ούτως ή άλλως αντιμετώπιζε η Pizza Hut στην Ελλάδα ήρθε να προστεθεί και η έλευση της πανδημίας στη ζωή μας, που ουσιαστικά ήρθε να δώσει το τελειωτικό χτύπημα στην άλλοτε δημοφιλή αλυσίδα εστιατορίων. Πολύ χαρακτηριστικό των πολλαπλών προσπαθειών που είχε καταβάλει το προηγούμενο χρονικό διάστημα η διοίκηση της Food Plus, είναι το γεγονός ότι κατά την τελευταία δωδεκαετία κατέβαλε συνολικά περί τα 23 εκατομμύρια ευρώ, προς αναβίωση του βυθιζόμενου δικτύου και των χαμένων οικονομικών επιδόσεων. Βέβαια ίσως η Pizza Hut να είχε κάνει ήδη τον κύκλο της, όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά και διεθνώς, καθότι λίγες μέρες πριν την αποχώρησή της από την Ελλάδα, είχε πτωχεύσει η NPC International, ο αμερικανικός και ένας από τους μεγαλύτερους δικαιοδόχους της Pizza Hut στον κόσμο.
Το άνοιγμα δύο νέων δρόμων
Όλο αυτό το τοπίο άνοιξε αυτόματα δύο νέες οδούς. Αφενός η Food Plus αποφάσισε πλέον να προσηλωθεί στρατηγικά αποκλειστικά στη δεύτερη αλυσίδα εστιατορίων που έχει έως και σήμερα στην Ελλάδα, αυτή των «κοτοπουλάδικων», KFC.
Αφετέρου ανοιγόταν μία διάπλατη πόρτα ευκαιρίας για τον μεγάλο ανταγωνιστή της Pizza Hut στην Ελλάδα, την Domino’s Pizza. H Domino’s που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα ήδη από το 1997 και σήμερα διατηρεί σχεδόν 40 καταστήματα στη χώρα μας, εκ των οποίων τα μισά είναι εταιρικά και τα υπόλοιπα λειτουργούν με το σχήμα του franchise, είχε πλέον τη δυνατότητα να δράσει ανενόχλητη, χωρίς βασικό και μεγάλο ανταγωνιστή στην ελληνική αγορά εστίασης και πιο συγκεκριμένα στο προϊόν που ονομάζεται πίτσα. Η Daufood Greece Μονοπρόσωπη αποτελεί τη θυγατρική της ισπανικής Daufood, η οποία ξεκίνησε να δραστηριοποιείται το 2015 και αυτήν τη στιγμή αποτελεί τον μεγαλύτερο master franchisee της Domino’s Pizza παγκοσμίως, δεδομένου ότι διαχειρίζεται τη μάρκα και τα καταστήματά της σε 14 χώρες. Πρόκειται συγκεκριμένα για χώρες όπως η Πορτογαλία, η Αυστρία, η Τσεχία, η Σλοβακία, η Ουγγαρία, η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Κύπρος, η Μάλτα, το Κόσοβο, η Σερβία, η Βόρεια Μακεδονία και η Ελλάδα.
Εξαγωγές πρώτων υλών και σε άλλες χώρες από την Ελλάδα
Βλέποντας κανείς τη δραστηριότητα της Daufood στην Ελλάδα, θα πρέπει να αναφερθεί ότι δεν περιορίζεται αποκλειστικά εντός συνόρων, δεδομένου ότι πραγματοποιεί και εξαγωγές πρώτων υλών σε καταστήματα Domino’s γειτονικών χωρών όπως η Ρουμανία, το Κόσοβο, η Μάλτα, η Βόρεια Μακεδονία και η Κύπρος. Μάλιστα η Daufood Greece διατηρεί παραγωγική μονάδα στη βιομηχανική περιοχή των Άνω Λιοσίων, μέσω της οποίας τροφοδοτείται τόσο το δίκτυο καταστημάτων λιανικής στην Ελλάδα, όσο και το ευρύτερο δίκτυο των προαναφερόμενων χωρών.
Oι διαφορές
Η βασική διαφορά της Domino’s στην Ελλάδα σε σύγκριση με την Pizza Hut είναι ότι διατηρείται ισχυρά κερδοφόρα, αναπτύσσοντας τα μεγέθη της από χρονιά σε χρονιά. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι για παράδειγμα τα κέρδη προ φόρων για το 2020 ήταν 1,15 εκατ. ευρώ αυξημένα σε σύγκριση με τα 1,25 εκατ. ευρώ που ήταν κατά την οικονομική χρήση του 2019. Ο κύκλος εργασιών της διαχειριστικής περιόδου 2020 ανήλθε σε 17.451.530 ευρώ έναντι 17.326.297 ευρώ της χρήσης 2019 σημειώνοντας αύξηση κατά 0,7 %. Το μικτό κέρδος της εταιρείας ανήλθε στο ποσό των 4.055.620 ευρώ, σημειώνοντας αύξηση κατά 4,3 %.
Μία ακόμα καίρια διαφορά μεταξύ των δύο αλυσίδων εστίασης, είναι ότι επί το πλείστον τα καταστήματα της Pizza Hut διατηρούσαν σάλες καθήμενων πελατών (dine in). Αντιθέτως τα καταστήματα της Domino’s λειτουργούν αποκλειστικά με το σύστημα του take away, καθώς κανένα από αυτά δε διαθέτει τραπεζοκαθίσματα.
Αυτό που προκύπτει πάντως από την πορεία της Domino’s είναι ότι δεν περίμενε την αποχώρηση του μεγάλου της ανταγωνιστή – έστω και αν αυτό εκ των πραγμάτων την ευνοεί σε ένα βαθμό – για να ισχυροποιήσει τη θέση της στην αγορά. Διότι ίσως ένα βασικό σημείο στην περίπτωση της ανταγωνιστικής της Pizza Hut και της Food Plus που τη διαχειριζόταν έως και το 2020, είναι ότι οι ιδιοκτήτες της δεν είχαν άμεση σχέση με τον τομέα της εστίασης. Η κύρια επαγγελματική δραστηριότητα του Χρήστου Ιωάννου, είναι αυτή του μετόχου και προέδρου του κατασκευαστικού ομίλου Άβαξ, ενώ είναι ιδιοκτήτης και της Donkey Hotels, με ξενοδοχειακές μονάδες όπως το Intercontinental, το New Hotel, το Periscope και ορισμένα ακόμη.
Από τον Γκορμπατσόφ, στον διχασμό των ιδιοκτητών στην Ελλάδα
Για όσους θυμούνται μία κλασική και παλιά πλέον διαφήμιση της Pizza Hut, με πρωταγωνιστή τον πρώην σοβιετικό ηγέτη, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, στην ίδια διαφήμιση συμμετείχε και μία παραδοσιακή ρώσικη οικογένεια που καθόταν στο διπλανό τραπέζι. Κάποιο από τα μέλη της αναφωνούσε βλέποντας τον Γκορμπατσόφ, «ότι εξαιτίας του είμαστε ελεύθεροι να φάμε την πίτσα μας», με τη διαφήμιση να καταλήγει με το συμπέρασμα ότι η πίτσα ενώνει.
Στην περίπτωση της Ελλάδας φάνηκε ότι η πίτσα δίχασε. Και μάλιστα αρκετά τους ιδιοκτήτες της Pizza Hut, πριν αποφασίσουν το κλείσιμο και των 16 καταστημάτων της.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.