Ο οίκος Dolce & Gabbana αναλαμβάνει τον πλήρη έλεγχο των καλλυντικών του

Ο ιταλικός οίκος πολυτελείας Dolce & Gabbana, μετά το τέλος της συνεργασίας του με τον ιαπωνικό όμιλο καλλυντικών Shiseido, ανακτά τον έλεγχο του τμήματος ομορφιάς. Μετά από αυτό θα είναι το πρώτο ιταλικό fashion brand, το οποίο θα διαχειρίζεται εσωτερικά το τμήμα ομορφιάς του.

Οι περισσότεροι πολυτελείς οίκοι μόδας έχουν συνεργαστεί με τρίτες εταιρείες, οι οποίες ουσιαστικά διαχειρίζονται εσωτερικά τα τμήματα ομορφιάς τους. Στη περίπτωση των οίκων Dolce & Gabbana, Chanel και Dior, έχουν αναλάβει εξ ολοκλήρου τη διαχείριση των beauty τμημάτων τους.

Διαβάστε επίσης: Όχι στη χρήση γούνας λέει η Dolce & Gabbana

Το νέο τμήμα Dolce & Gabbana Beauty θα αναλάβει πλήρως τον έλεγχο της ανάπτυξης, της κατασκευής και της διανομής των αρωμάτων, καθώς και των προϊόντων μακιγιάζ. Από το 2016 τον συγκεκριμένο έλεγχο τον είχε η Shiseido, αλλά τον Δεκέμβριο του 2021 ανακοίνωσε ότι θα τερμάτιζε εν μέρει τη συμφωνία αδειοδότησης στο πλαίσιο των μέτρων μείωσης που θεσπίστηκαν, εξαιτίας των επιπτώσεων της πανδημίας στη παγκόσμια οικονομία.

Η νέα εταιρεία Dolce & Gabbana Beauty θα βρίσκεται στο Μιλάνο και στοχεύει να αποκτήσει παγκόσμιο εργατικό δυναμικό αποτελούμενο από 350-500 άτομα, θέτοντας ως αρχικό στόχο τα 150 μέχρι το τέλος του έτους. Η Dolce & Gabbana επένδυσε 300 εκατομμύρια ευρώ στο νέο της εγχείρημα. Σε γενικότερο πλαίσιο στοχεύει να αυξήσει τις ετήσιες λιανικές πωλήσεις ομορφιάς περισσότερο από 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ μέσα στα επόμενα επτά χρόνια.

Τα προϊόντα ομορφιάς αποτελούν τα τελευταία χρόνια ένα σημαντικό πεδίο δράσης των μεγάλων πολυτελών οίκων, και μάλιστα προσοδοφόρο, γεγονός που εξηγεί την επένδυση που πρόκειται να κάνει στον τομέα η Dolce & Gabbana, ανακτώντας απολύτως τον έλεγχο των προϊόντων της. Δεν είναι, βέβαια, μόνο τα έσοδα που ωθούν τα μεγάλα brands, από τη Chanel και τον Dior μέχρι την Dolce & Gabbana, τον Hermes και τον YSL στη βιομηχανία της ομορφιάς. Τα καλλυντικά είναι ένας εξαιρετικός τρόπος να διευρύνουν την πελατειακή τους βάση και να εδραιώσουν την αξία του brand τους, κάνοντας περισσότερους καταναλωτές κοινωνούς της πολυτέλειας που υπόσχονται.

Γιατί αν μια τσάντα Hermes ή ένα σύνολο Dolce & Gabbana μπορεί να στοιχίζουν μερικές χιλιάδες ευρώ, ένα κραγιόν ή ακόμα και ένα άρωμα, μπορούν να προσφέρουν την αίσθηση υπεροχής ενός luxury brand με πολύ λιγότερα. Η άνοδος του κλάδου της ομορφιάς, εξαιτίας της πανδημίας, που ανέδειξε την αυτοφροντίδα σε προτεραιότητα, ασφαλώς παίζει τον δικό της ρόλο στην προσοχή που δίνεται στη βιομηχανία αυτή από τα brands.