Η πανδημία έφερε στην επιφάνεια, και μάλιστα γιγαντωμένη, μια πραγματικότητα που πολλές εργαζόμενες γυναίκες αντιμετωπίζουν σε ολόκληρο τον κόσμο: ότι έχουν περισσότερες πιθανότητες να πάθουν burnout σε σχέση με έναν άντρα, γεγονός που οφείλεται στο ότι έχουν μέσα στην καθημερινότητά τους να διαχειριστούν ανισότητες σε όλα τα πεδία δράσης τους, αλλά και την αίσθηση ανημπόριας που συχνά απορρέει από αυτήν την προσπάθεια.
Η συνθήκη που περιγράφεται συνήθως είναι λίγο-πολύ γνωστή: μια γυναίκα με ικανότητες και προσόντα ξεκινά την επαγγελματική της πορεία φιλόδοξα και θεωρητικά με καλές προοπτικές. Καθώς προχωρά, ωστόσο, την αγνοούν στις προαγωγές και τις αυξήσεις, οι άντρες συνάδελφοί της ευνοούνται, ενώ τα πράγματα χειροτερεύουν αν κάνει παιδιά, καθώς η προσπάθειά της να εντάξει στο πρόγραμμά της τις ανάγκες του παιδιού ερμηνεύεται ως έλλειψη φιλοδοξίας και επαγγελματικού κινήτρου, ενώ οι εργοδότες της την εμπιστεύνται λιγότερο. Εκείνη προσπαθεί περισσότερο, τόσο στη δουλειά όσο και στον ρόλο της ως μητέρας, αφού νιώθει επιπλέον τύψεις και ανησυχεί ότι επιβαρύνει το παιδί της με τα δικά της επαγγελματικά άγχη. Το αποτέλεσμα έρχεται με στρες και το λεγόμενο burnout.
Ο ρόλος της πανδημίας
Παρόλο που φωνές σχετικά με αυτό το φαινόμενο ακούγονταν το τελευταίο διάστημα, η πανδημία ήρθε να αναδείξει το πρόβλημα χειροτερεύοντας την κατάσταση και επιβαρύνοντας ακόμα περισσότερο τις εργαζόμενες μητέρες. Καθώς αυτές σχεδόν πάντα θεωρούνται ο κύριος, αν όχι ο αποκλειστικός φροντιστής των παιδιών, με τους συντρόφους και πατεράδες να δίνουν έμφαση στην καριέρα τους, το γεγονός ότι αναγκάστηκαν να μείνουν στο σπίτι ενίσχυσε την ανισορροπία. Ως παρούσες στο σπίτι, θεωρούνταν αυτονόητο ότι θα ασχοληθούν με τα παιδιά, ακόμα και κατά τον χρόνο που υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε μόνο να εργάζονται. Αποδείχθηκε ότι το γεγονός ότι και ο πατέρας δούλευε από το σπίτι δεν βοηθούσε ιδιαίτερα· το αυτονόητο ήταν να ασχοληθεί η γυναίκα με οτιδήποτε αφορά το παιδί.
Αυτό οδήγησε σε μια στρατιά καταβεβλημένων γυναικών εργαζομένων, που πολύ συχνά αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη δουλειά τους, εφόσον είχαν οικονομικά τη δυνατότητα, προκειμένου να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες των παιδιών που τώρα έμεναν διαρκώς στο σπίτι, ακόμα και τις ώρες του σχολείου. Χαρακτηριστικό είναι ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία, τον περασμένο Σεπτέμβριο παραιτήθηκαν περίπου 860.000 γυναίκες στις ΗΠΑ, ενώ για τους άντρες το νούμερο αυτό φτάνει μόλις τις 200.000.
Οι ανισότητες είναι η πηγή του προβλήματος
Οι ειδικοί πιστεύουν ότι δεν υπάρχει ένας πολύ συγκεκριμένος λόγος για το burnout των γυναικών, με ή χωρίς πανδημία, αλλά ότι πρόκειται για ένα σύνολο παραγόντων, που δρουν αθροιστικά αυξάνοντας τις πιθανότητες για μια εργαζόμενη μητέρα να βιώσει αυτό το σύνδρομο κατά 23%. Οι παράγοντες αυτοί έχουν να κάνουν με τις ανισότητες τόσο στον χώρο εργασίας όσο και στο σπίτι. Και στους δύο χώρους, τα στερεότυπα των φύλων προβλέπουν συγκεκριμένους ρόλους για τις γυναίκες, γενονός που αντικατοπτρίζεται στο μισθολογικό χάσμα ανάμεσα στα δύο φύλα, στο ότι οι γυναίκες αφιερώνουν περισσότερ χρόνο σε δραστηριότητες και καθήκοντα που αφορούν το σπίτι, αλλά και στο ότι οι μονογονεϊκές οικογένειες συνήθως απαρτίζονται από τη μητέρα και τα παιδιά, και όχι τον πατέρα.
Έτσι, εκτός από το ότι πληρώνονται λιγότερο, τους έχουν επιπλέον λιγότερη εμπιστοσύνη ώστε να τους αναθέσουν πιο υπεύθυνες θέσεις, ενώ οι ίδιες διστάζουν να μιλήσουν και να ζητήσουν αυτό που πιστεύουν ότι τους αναλογεί, από φόβο ότι θα αντιμετωπίσουν δυσαρέσκεια, που θα επιβαρύνει τη δυνατότητά τους να ζητούν, για παράδειγμα, γονικές άδειες και διευκολύνσεις που έχουν σχέση με τον γονεϊκό τους ρόλο.
Οι συνέπειες της επιβαρυμένης ψυχικής υγείας των γυναικών δεν αφορούν μόνο τις ίδιες, αλλά και τις συναδέλφους τους, και κυρίως τις νέες εργαζόμενες, που θεωρούν δεδομένο ότι δεν είναι εύκολο να εξελιχθούν επαγγελματικά και δεν τολμούν να θέσουν υψηλούς επαγγελματικούς στόχους. Με το νέο υβριδικό μοντέλο εργασίας, μάλιστα, που επιτρέπει να συνεχίζεται η δουλειά από το σπίτι, η συνθήκη αυτή επιβαρύνεται ακόμα περισσότερο, αφού οι γυναίκες είναι εκείνες που είναι πιθανότερο να χρησιμοποιήσουν αυτήν τη δυνατότητα, ακόμα και μετά την πανδημία, πλέον. Το γεγονός όμως ότι δε βρίσκονται συχνά στο γραφείο, αποδεδειγμένα βλάπτει τη δυνατότητά τους για εξέλιξη στη σκάλα της επαγγελματικής ιεραρχίας. Οι διευθυντές τους βλέπουν από κοντά περισσότερο τους άντρες συναδέλφους τους, επιβραβεύοντάς τους με την επόμενη προαγωγή.
Τι μπορεί να γίνει;
Το γυναικείο burnout δεν αποτελεί πρόβλημα μόνο των γυναικών αλλά και των εταιρειών, που μπορεί να χάνουν ταλαντούχους και φιλόδοξους συνεργάτες επειδή δεν διαχειρίζονται τις ανισότητες στους ρόλους των φύλων και ζητήματα όπως το μισθολογικό χάσμα. Οι παραδοσιακές πρακτικές και νοοτροπίες είναι σημαντικό να αλλάξουν έμπρακτα, με κινήσεις και αποφάσεις που δείχνουν θέληση για διόρθωση: ίσες ευκαιριες για εξέλιξη σε άντρες και γυναίκες, γονείς και μη γονείς, ισότητα στους μισθούς, διαφάνεια, στήριξη των γονέων, καλλιέργεια ενός κλίματος που επιτρέπει τη συζήτηση και δε βασίζεται στον φόβο ότι κάποιος μπορεί «να χάσει τη δουλειά του» αν υποδείξει μια αδικία ή ζητήσει κάτι.
Ωστόσο, είναι και η ανισορροπία των καθηκόντων των ρόλων των φύλων, που αναδείχθηκε περισσότερο μέσα στην πανδημία, που πρέπει επίσης να αντιμετωπιστεί, χωρίς να χρησιμοποιείται ο ρόλος του βασικού φροντιστή του παιδιού ως ένας ρόλος αποκλειστικός, που μπορεί να φορτωθεί με οτιδήποτε συμβαίνει μέσα στο σπίτι. Είναι σημαντικό να υπάρχει ισορροπία στο μοίρασμα του χρόνου, να εκτιμάται το κόστος που έχει το να αφήσει μια γυναίκα τη δουλειά της ενώ κατά βάθος δε θέλει, να υπάρχει κατανόηση από όλες τις πλευρές. Μέσα και έξω από το σπίτι, μέσα και έξω από το γραφείο.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.