Τα ερασιτεχνικά μικρά βίντεο που φτιάχνουν στο TikTok οι «εργαζόμενοι της διπλανής πόρτας» – ή καλύτερα, τους διπλανού καταστήματος – αποκτούν virality που θα ζήλευαν και επαγγελματίες influencers.
Πρόκειται για μια σύγχρονη εκδοχή τού «από στόμα σε στόμα», αφού οι εργαζόμενοι αποκτούν αναγνωρισιμότητα και γνώμη που μετράει στην τοπική κοινωνία στην οποία δραστηριοποιείται το κατάστημά τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση που αναφέρει σε σχετικό θέμα ο Guardian: ο Craig Field, υπάλληλος σε ένα κατάστημα Marks and Spencer food, έγινε viral με ένα βιντεάκι του στο TikTok με 1,3 εκατομμύρια προβολές. Ο ίδιος έχει πλέον περισσότερους followers από τα επίσημα accounts της εταιρείας και ένα χαρτονένιο ομοίωμα στο κατάστημα όπου εργάζεται, διαθέσιμο για selfies με τους πελάτες όταν εκείνος έχει ρεπό.
Φαίνεται λοιπόν ότι σε κάποιες περιπτώσεις είναι πιο εύκολο να χτιστεί μια σχέση με το κοινό και τους πελάτες μέσα από τη διάδραση με λογαριασμούς συνηθισμένων ανθρώπων παρά με φωτογραφίσεις, την επιστράτευση γνωστών influencers και τη χρήση διάφορων εντυπωσιακών σύγχρονων ψηφιακών μέσων.
Στην προκειμένη περίπτωση, εξηγούν οι υπεύθυνοι των καταστημάτων, που πλέον έχουν αγκαλιάσει αυτήν την τάση, όλα ξεκίνησαν μέσα στην πανδημία, όταν υπήρχε κατά την περίοδο του lockdown η ανάγκη να γίνεται άμεσα και γρήγορα ενημέρωση για του πού υπάρχει τι είδους απόθεμα και για το αν υπάρχουν ουρές στα καταστήματα, ώστε να εξυπηρετηθούν οι πελάτες. Τα social media ήταν ο πιο άμεσος τρόπος να έρθουν σε επαφή με το κοινό. Τώρα, κάθε κατάστημα M&S food έχει τη δική του σελίδα στο Facebook και 200 έχουν και λογαριασμό στο TikTok. Μάλιστα, τα βίντεο του TikTok αρχικά δημιουργούνταν για να χρησιμοποιούνται στο Facebook, αλλά πλέον τα accounts αυτά έχουν τη δική τους ζωή, με τους insiders-υπαλλήλους των καταστημάτων να τα διαχειρίζονται, απολαμβάνοντας και μια σχετική ελευθερία για το περιεχόμενο που ανεβάζουν, παρόλο που το τμήμα marketing τους στέλνει κάθε φορά τα προϊόντα που θέλουν να προωθηθούν.
Οι νεοι influencers;
Εν τω μεταξύ, οι υπάλληλοι που διαχειρίζονται αυτούς τους λογαριασμούς γίνονται μικροί σταρ-influencers στις τοπικές τους κοινότητες και γειτονιές – κάτι που, τελικά, δε θα πρέπει να θεωρείται παράδοξο: οι άνθρωποι τείνουν να δείχνουν εμπιστοσύνη σε εκείνους με τους οποίους μπορούν να ταυτιστούν, σε εκείνους που τους θυμίζουν τον εαυτό τους. Σε αυτήν την αρχή βασίζονται εξάλλου και όλες οι προτροπές του marketing για την εκμετάλλευση των θετικών κριτικών των πελατών από τις εταιρείες (σκεφτείτε: πόσες φορές αναζητήσατε reviews στο Trip Advisor ή σε κάποια σχετική πλατφόρμα, πριν κάνετε κράτηση σε ένα εστιατόριο ή ξενοδοχείο;), και αυτό αποδεικνύουν οι έρευνες που λένε ότι για τις αγορές του ο καταναλωτής εμπιστεύεται την άποψη των φίλων του ή ανθρώπων που γνωρίζει.
Αυτή η αίσθηση του γνώριμου και της εμπιστοσύνης που αποπνέουν μέσα από τα social media άνθρωποι όπως ο Craig Field των M&S food είναι εν μέρει και ο λόγος που, ξεκινώντας από την αγορά της Ασίας, το κοινό έχει αρχίσει να δείχνει την προτίμησή του στους Κey Opinion Customers (KOCs), σε σχέση με τους Key Opinion Leaders (KOLs), που θεωρούνται παραδοσιακά οι mega influencers. Η αυθεντικότητα είναι λοιπόν το κλειδί και όχι ο εντυπωσιασμός.
Από την άλλη, το γεγονός ότι αυτοί οι νεόκοποι, χαμηλών τόνων «τοπικοί» influencers έχουν τέτοιον αντίκτυπο, αποδεικνύει και την ενίσχυση μιας άλλης τάσης στο λιανεμπόριο, αυτήν της ανάπτυξης των μικρών, τοπικών καταστημάτων και την επιστροφή του καταναλωτικού κοινού, τώρα, μετά το άνοιγμα της αγοράς έπειτα από τις καραντίνες, στα αγαπημένα του τοπικά καταστήματα.
Γιατί μπορεί το παράδειγμα του Guardian να αφορά έναν υπάλληλο σε κατάστημα μιας μεγάλης αλυσίδας, είναι οι πελάτες της τοπικής κοινότητας στην οποία δραστηριοπιιείται το κατάστημα αυτό, όμως, που τον ανέδειξαν και σπεύδουν να φωτογραφηθούν μαζί του. Αυτό από μόνο του υποδηλώνει πόσο ισχυρό όπλο μπορεί να αποδειχθεί ένα απλός, ειλικρινής λογαριασμός στα social media για να χτίσει ένα τοπικό κατάστημα τη σχέση του με τους πελάτες της περιοχής του, ακόμα και αν δεν έχει να διαθέσει μεγάλο budget στην ψηφιακή του ανάπτυξη.
Αν ληφθούν υπόψη τα δεδομένα της Eurostat, που δείχνουν ότι, ειδικά στην Ελλάδα, οι πολύ μικρές επιχειρήσεις δεν επενδύουν επαρκώς σε ψηφιακές τεχνολογίες (η χώρα βρίσκεται στην 24η θέση από τις 27 της Ε.Ε. στον δείκτη Digital Intensity Index), μία τέτοια προσέγγιση θα μπορούσε να είναι μια καλή αρχή.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.