Οι καταναλωτές επιστρέφουν στα καταστήματα της γειτονιάς τους, σε μια τάση που αντικατοπτρίζει μία αλλαγή στις αγοραστικές συνήθειες, αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, των νέων δεδομένων που έφερε η πανδημία στον τρόπο που λειτουργεί η αγορά. Τα σημάδια είναι εδώ, και έρχονται από ολόκληρο τον κόσμο: οι άνθρωποι ψωνίζουν περισσότερο «τοπικά», ακόμα και όταν κάνουν e-shopping, και τα μικρά καταστήματα προσαρμόζουν τις πολιτικές τους για να διατηρήσουν και να ενδυναμώσουν τα οφέλη αυτής της αλλαγής.
Φαίνεται ότι ο χρόνος που πέρασε ο κόσμος κλεισμένος στο σπίτι επηρέασε τις προτιμήσεις του όσον αφορά το πού απευθύνεται για τις αγορές του, κατ’αρχάς για τα τρόφιμα και τα είδη πρώτης ανάγκης. Οι καταναλωτές εκ των πραγμάτων άρχισαν να μαγειρεύουν περισσότερο, μέσα στις καραντίνες, να μαθαίνουν για το φαγητό, να ενδιαφέρονται για την ποιότητα και την προέλευσή του. Έτσι, άρχισαν να υποστηρίζουν τους τοπικούς παραγωγούς και τα μικρά καταστήματα που συνεργάζονται μαζί τους, να αναπτύσσουν στενότερες σχέσεις με τους μικρούς ανεξάρτητους εμπόρους της περιοχής τους, προτιμώντας τους από τις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ. Ενδιαφέρον έχει ως προς αυτή τη στροφή σχετική βρετανική έρευνα, που βρήκε ότι μόνο ένα 32% των καταναλωτών κάτω των 25 ετών πιστεύουν ότι στο μέλλον οι αγορές τροφίμων θα γίνονται στα σούπερ μάρκετ, τη στιγμή που το αντίστοιχο ποσοστό του 2018 έφτανε το 58%.
Ασφαλώς η αλματώδης ανάπτυξη των διαδικτυακών αγορών – κάτι που οι ειδικοί θυμίζουν ότι ούτως ή άλλως θα ερχόταν, απλώς επιταχύνθηκε εξαιτίας της πανδημίας – που αναδεικνύει τη δυνατότητα να μπορεί ο καταναλωτής να αγοράζει οτιδήποτε από οπουδήποτε στον κόσμο, είναι αδιαμφισβήτητη· ωστόσο, οι δυνατότητες της τεχνολογίας βοηθούν εξίσου και τα μικρά, τοπικά καταστήματα λιανεμπορίου, που υπερισχύουν, επιπλέον, χάρη στο πλεονέκτημα της ευκολίας, της ταχύτητας και τις πιο προσωπικής σύνδεσης με τον πελάτη.
Γιατί, όσο και αν αναπτύσσεται το ηλεκτρονικό εμπόριο, τουλάχιστον εννιά στους δέκα καταναλωτές δηλώνουν ότι τους αρέσει και τους λείπει η εμπειρία των αγορών σε ένα φυσικό κατάστημα, ενώ οι μισοί από αυτούς λένε ότι απολαμβάνουν να ψάχνουν και να χαζεύουν διά ζώσης στα προϊόντα των καταστημάτων, αλλά και να παίρνουν στα χέρια τους κατευθείαν αυτό που αγόρασαν. Μάλιστα, πλέον, ακόμα και όταν ψωνίζουν διαδικτυακά, τείνουν να προτιμούν και πάλι τους τοπικούς λιανεμπόρους, τόσο γιατί συνδέονται μαζί τους πιο άμεσα, όσο και γιατί το πιθανότερο είναι ότι θα παραλάβουν γρηγορότερα – ακόμα και την ιδια μέρα – τα ψώνια τους.
Και στην Ελλάδα
Αυτή η τάση ίσως εξηγεί και στον ελληνικό χώρο τόσο την ταχεία ανάπτυξη των πλατφορμών delivery, που πλέον μπαίνουν δυναμικά στον χώρο του λιανεμπορίου, όσο και το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τα καταστήματα μικρής λιανικής, δηλαδή τα μίνι μάρκετ και τα καταστήματα ψιλικών.
Έτσι, βλέπουμε από τη μϊα τα ελληνικά σούπερ μάρκετ να γνωρίζουν τη μεγαλύτερη ανάπτυξη των τελευταίων δεκαπέντε χρόνων, με τον Σκλαβενίτη να ηγείται με ρεκόρ τζίρου αλλά και προσλήψεων, και από την άλλη πλατφόρμες όπως το efood και η Wolt, να μπαίνουν δυναμικά στον χώρο της παράδοσης προϊόντων σούπερ μάρκετ και λιανικής. Τα σούπερ μάρκετ γνώρισαν την εκρηκτική τους άνοδο και χάρη στη δραστηριοποίησή τους στον τομέα των διαδικτυακών αγορών, που εδειξαν να προτιμούν οι καταναλωτές μέσα στην πανδημία. Τώρα, με το καταναλωτικό κοινό να αναζητά ακόμα μεγαλύτερη διευκόλυνση στις αγορές του, ταχύτητα και αμεσότητα όπως τα τοπικά καταστήματα μπορούν να προσφέρουν, τα μεγάλα σούπερ μάρκετ εμπλουτίζουν τις δυνατότητές τους στη διανομή, συνεργαζόμενα και με τις πλατφόρμες delivery. Οι τελευταίες, από την άλλη, προσδοκούν να κατακτήσουν ένα σημαντικό μερίδιο της αγοράς αναλαμβάνοντας τον ρόλο retailers που μπορούν να εξυπηρετούν γρήγορα τους αγοραστές, χάρη στο εκτεταμένο δίκτυο των διανομέων τους αλλά και τα κατά τόπους σημεία λιανικής που αρχίζουν να δημιουργούν και τα λεγόμενα «dark stores».
Χαρακτηριστικές κινήσεις αυτής της τάσης που θέλει να επωφεληθεί από τις νέες προτιμήσεις των καταναλωτών αποτελούν η ανακοίνωση του e-food, την περασμένη εβδομάδα, ότι εξαγοράζει εταιρείες του ομίλου Μούχαλη, που περιλαμβάνει σημεία μικρής λιανικής· αλλά και η ανακοίνωση της Wolt ότι ξεκινά συνεργασία με την αλυσίδα καταστημάτων καλλυντικών DUST+CREAM, στο πλαίσιο της οποίας θέλει να διανέμει καλλυντικά στους πελάτες Αθήνας και Θεσσαλονίκης μέσα σε τριάντα λεπτά, επτά μέρες την εβδομάδα. Εν τω μεταξύ, η Wolt έχει επίσης ήδη ανακοινώσει την επέκταση του Wolt Market με ένα νέο dark store στα βόρεια προάστια, για να εξυπηρετεί γρηγορότερα τους εκεί πελάτες της.
Το μέλλον των μικρών τοπικών καταστημάτων
Είναι μεγάλος λοιπόν ο ανταγωνισμός για το ποιος θα κερδίσει την εύνοια των κατανωλωτών για τα καθημερινά τους ψώνια, ωστόσο σε κάθε περίπτωση, παραμένει γεγονός αυτή η αλλαγή στη νοοτροπία του κοινού που προτιμά τους λιανεμπόρους που είναι κοντά του, είτε για να τους επισκεφτεί, είτε για να κάνει από αυτούς τις αγορές τους διαδικτυακά και να εξυπηρετηθεί άμεσα.
Ακολουθώντας αυτήν την τάση, τα μικρά καταστήματα αλλάζουν επίσης (ή πρέπει να αλλάξουν) τις τακτικές τους, ώστε να ωφεληθούν περαιτέρω και να μπορούν να σταθούν ακόμα και απέναντι στους μεγάλους παίκτες που προαναφέρθηκαν.
Θα πρέπει να ενισχύσουν την online παρουσία τους, ώστε να βρίσκονται στη διάθεση του καταναλωτή ανά πάσα στιγμή· εξάλλου, στην περίπτωσή τους, το online shopping λειτουργεί συμπληρωματικά στη δυνατότητα των φυσικών αγορών, και δεν το αντικαθιστά. Η δυνατότητά τους για διανομές την ίδια μέρα αποτελεί επίσης ένα ατού στο οποίο θα πρέπει να επενδύσουν, τώρα που ο καταναλωτής μαθαίνει ότι μπορεί μέσα σε λίγη ώρα να έχει στα χέρια του αυτό που παράγγειλε.
Σημαντικό θετικό αντίκτυπο μπορεί να έχει η επίσης η δραστηριοποίησή τους στα social media. Εκτός από τη δυνατότητες που προσφέρονται για άμεσες αγορές, τη διαφορά κάνει το ότι μπορούν να χτίσουν μια προσωπική σχέση με τους πελάτες τους, αφού δραστηριοποιούνται στην ίδια κοινότητα/περιοχή με αυτόν. Η προσωποποιημένη επαφή, εξυπηρέτηση και επικοινωνία μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι κάτι που δύσκολα μπορούν να προσφέρουν οι μεγάλες αλυσίδες λιανικής.
Ακόμα, τα τοπικά καταστήματα κάθε είδους μπορούν να ωφεληθούν και από πρωτότυπες συνεργασίες, που αναπτύχθηκαν επίσης ως τάση μέσα στην πανδημία, θολώνοντας τα όρια ανάμεσα στους χώρους που δραστηριοποιούνται οι κλάδοι. Ένα καλό παράδειγμα αποτελούν εστιατόρια που πωλούν επίσης επιλεγμένα τρόφιμα, τα οποία δείχνουν να γοητεύουν το κοινό.
Αυτήν τη στιγμή, το τοπίο φαίνεται ότι βρίσκεται ακόμα υπό διαμόρφωση, και μένει να διαπιστωθεί κατά πόσο αυτή η νέα δυναμική των καταναλωτών θα πριμοδοτήσει τις πλατφόρμες delivery, την παραδοσιακή τοπική αγορά που εξελίσσεται, ή τα μεγάλα σούπερ μάρκετ. Η ουσία παραμένει ότι η εντοπιότητα και η αμεσότητα επιστρέφει ως παράγοντας που καθορίζει τις επιλογές του κοινού.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.