Θα περίμενε κανείς ότι το πολύτιμο ελληνικό ελαιόλαδο, που η αξία του αναγνωρίζεται διεθνώς, θα θριάμβευε στις ξένες αγορές, δεδομένης και της στροφής τα τελευταία χρόνια προς υγιεινότερες διατροφικές συνήθειες και τη μεσογειακή κουζίνα.
Ωστόσο, στην αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου, η Ελλάδα βρίσκεται τρίτη στην κατάταξη των προμηθευτών ελαιολάδου, με το μερίδιό της να αποτελεί μόλις το 3,6% σε αξία, ενώ η Ισπανία και η Ιταλία κατέχουν συνολικό μερίδιο 89%. Στην ίδια, τρίτη θέση βρίσκεται η Ελλάδα και στην κατηγορία του εξαιρετικά παρθένου ελαιόλαδου (μερίδιο 5,6%), όπου και εκεί υστερεί, σε μια περίοδο που η ζήτηση για εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο αυξάνεται.
Ουσιαστικά το μερίδιο της Ελλάδας μπορεί να συγκριθεί με εκείνο μη ελαιοπαραγωγών χωρών – όπως του Βελγίου, του οποίου μάλιστα το ελαιόλαδο έχει την υψηλότερη τιμή ανά κιλό (4,9 λίρες, έναντι 3,9 λιρών της Ελλάδας), και της Ολλανδίας, που έχει τη χαμηλότερη (0,9 λίρες). Είναι πιθανό μάλιστα, αυτές οι χώρες να πωλούν και ελληνικής προέλευσης λάδι.
Το απογοητευτικό είναι ότι σύμφωνα με αναλυτές της σχετικής μελέτης που δημοσιεύτηκε από το γραφείο ΟΕΥ της ελληνικής πρεσβείας στο Λονδίνο, το μερίδιο της Ελλάδας συρρικνώνεται το α’ εξάμηνο του 2021, συγκριτικά με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2020 αλλά και με ολόκληρη την περσινή χρονιά.
Η δυναμική του ελαιολάδου από την Ιταλία και την Ισπανία είναι τόσο ισχυρή, που το ελληνικό ελαιόλαδο ουσιαστικά παίζει συμπληρωματικό ρόλο, καλύπτοντας τυχόν ελλείψεις ή ως ενίσχυση της γκάμας των προϊόντων που προσφέρονται. Συνεπώς, είναι εξαιρετικά δύσκολο η Ελλάδα να καταφέρει να αποσπάσει μερίδιο άξιο λόγου από τις χώρες που ηγούνται στην αγορά.
Μια θετική προοπτική
Ωστόσο, είναι πιθανό η Ελλάδα να ωφεληθεί από τις αλλαγές που προέκυψαν μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όσον αφορά τις σχέσεις της με την Ιρλανδία. Το 2020 το Ηνωμένο Βασίλειο έκανε στην Ιρλανδία εξαγωγές ελαιολάδου αξίας 4 εκατομμυρίων λιρών. Φέτος όμως, τα προϊόντα των εξαγωγών πρέπει να συμμορφώνονται στους κανόνες καταγωγής που έχουν τεθεί από τη Συμφωνία Εμπορίου και Συνεργασίας, που έχει συναφθεί μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διαφορετκά θα τους επιβάλλονται δασμοί. Έτσι, καθώς κατά πάσα πιθανότητα – και δεδομένου ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν παράγει ελαιόλαδο – οι εξαγωγές ελαιολάδου στην Ιρλανδία έγιναν με προϊόν προερχόμενο από την Ευρωπαϊκή Ένωση που εισήχθη στο Ηνωμενο Βασίλειο και έπειτα μεταπωλήθηκε, ίσως οι Ιρλανδοί εισαγωγείς να επιδιώξουν να συνεργαστούν απευθείας με προμηθευτές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανάμεσά τους και οι Έλληνες.
Εν τω μεταξύ, στους Έλληνες εξαγωγείς ασκούνται πιέσεις για χαμηλότερες τιμές, από αλυσίδες λιανεμπορίου, οι οποίες αντιμετωπίζουν πρόβλημα τροφοδοσίας εξαιτίας του Brexit αλλά και της πανδημίας – καθώς 25.000 οδηγοί βαρέων οχημάτων γύρισαν στις πατρίδες τους – και δε θέλουν να μετακυλήσουν το επιπλέον κόστος στους καταναλωτές.
Το διαχρονικό πρόβλημα με το Ελληνικό ελαιόλαδο που δεν μπορεί να πάρει θέση στα ράφια των ευρωπαϊκών super market και στα σπίτια των καταναλωτών ως μια premium επιλογή παραμένει και δείχνει να μεγεθύνεται.Η Ιταλία και η Ισπανία έχουν καταφέρει για πολλές δεκαετίες να κυριαρχήσουν αφού έχουν δημιουργήσει μάρκες στο ελαιόλαδο που συμβολίζουν ποιότητα και εμπιστοσύνη στους ευρωπαίους καταναλωτές αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο.
Και αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα, η έλλειψη ελληνικών brands ελαιολάδου.Τα ελληνικά επώνυμα και με ταυτότητα προέλευσης ελαιόλαδα, αξίζουν μια καλύτερη θέση στην παγκόσμια αγορά και χρόνο με το χρόνο την κερδίζουν αφού τα τελευταία χρόνια γίνονται σημαντικές προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση αλλά η διαφορά με την Ιταλία και την Ισπανία είναι τεράστια.Υπάρχουν κάποια φωτεινά παραδείγματα από επώνυμα ελληνικά ελαιόλαδα που μάλιστα βραβεύονται σε όλο τον κόσμο αλλά αποτελούν μεμονωμένες προσπάθειες που δεν μπορούν να αντιστρέψουν την συνολική εικόνα.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.