Με ιστορία πολλών ετών, αποπνέει ένα έντονο άρωμα άλλων εποχών. Ξενάγηση στην οδό Αθηνάς: Η ιστορία του δρόμου, τα μαγαζιά και τα κτίρια που βρίσκονται στον ιστορικό δρόμο της Αθήνας. Η πολυπολιτισμική και πολύχρωμη οδός Αθηνάς είναι ένας από τους πιο εμπορικούς και πιο ζωντανούς δρόμους της Αθήνας με ιστορία πολλών ετών, μέσα στα οποία έχει διαμορφώσει μία ιδιόμορφη, γοητευτική προσωπικότητα, με ιδιαίτερη άποψη και αισθητική, που αντιστέκεται στη μεγάλη φθορά του χρόνου αλλά συνάμα και στην εξέλιξη των καιρών, αποπνέοντας ένα έντονο άρωμα άλλων εποχών.
Αποτελεί έναν από τους πρώτους δρόμους που χαράχθηκαν όταν η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους το 1834 και η διαμόρφωσή της ολοκληρώθηκε το 1835, επί δημαρχίας Α. Πετράκη. Σύμφωνα με το πολεοδομικό σχέδιο των Στ. Κλεάνθη και Σάουμπερτ, τα ανάκτορα του Όθωνα θα χτίζονταν στην πλατεία Ομονοίας και από εκεί θα ξεκινούσαν οι οδοί Αθηνάς, Πειραιώς, Αγίου Κωνσταντίνου, 3ης Σεπτεμβρίου, Πανεπιστημίου και Σταδίου, στο πρότυπο της «Πλατείας του Αστέρος» των Παρισίων.
Η οδός Αθηνάς σχεδιάστηκε ως ένα φαρδύ δενδροφυτεμένο βουλεβάρτο, που θα περνούσε από τον «Κήπο του Λαού» (πλατεία διαμορφωμένη κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, με κτίρια με στοές, καταστήματα, δενδροστοιχίες και αναβρυτήρια) και θα κατέληγε στην είσοδο της Ακρόπολης, όπου βρισκόταν ο ναός της Παρθένου Αθηνάς και σε αυτόν οφείλει το όνομά της. Η οπτική σύνδεση των Ανακτόρων με την Ακρόπολη θα επέτρεπε μία «συνομιλία» της νέας, δυτικών προδιαγραφών πόλης, με την αρχαιότητα.
Το σχέδιο αυτό θεωρήθηκε πολυδάπανο, εγκαταλείφθηκε και τα ανάκτορα, μετά τις τροποποιήσεις του Κλέντσε, χτίστηκαν στη θέση που βρίσκεται σήμερα το Ελληνικό Κοινοβούλιο, αλλά η οδός Αθηνάς συνέχισε να ενώνει την παλαιά και τη νέα πόλη. Λιθοστρώθηκε το 1838 επί δημαρχίας Καλλιφρονά και είναι από τους πρώτους δρόμους που το 1904 ηλεκτροφωτίστηκε με λαμπτήρες και ασφαλτοστρώθηκε δύο χρόνια αργότερα, επί δημαρχίας Σπ. Μερκούρη.
Πάνω στον ιστορικό αυτό δρόμο, στο τέλος της δεκαετίας του 1850, δημιουργήθηκαν οι πλατείες Δημοτικού Θεάτρου (η σημερινή Πλατεία Κοτζιά), η πλατεία Εμπορικής Αγοράς (σημερινός χώρος Δημοτικής Αγοράς) και η πλατεία της Ναυτικής Σχολής (εκεί που ήταν το Βαρβάκειο Λύκειο και σήμερα η λαχαναγορά). Επίσης, οικοδομήθηκαν σημαντικά κτίρια τα οποία στέγασαν δραστηριότητες που αφορούσαν την εκπαίδευση (το κατεδαφισμένο σήμερα Βαρβάκειο Λύκειο), τον πολιτισμό (το κατεδαφισμένο Δημοτικό Θέατρο), το εμπόριο (Βαρβάκειος Αγορά) και τη Διοίκηση (Δημαρχείο). Η συνύπαρξη και ο συνδυασμός όλων αυτών των δραστηριοτήτων ήταν ένα από τα πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του δρόμου. Στην οδό Αθηνάς χτίστηκαν και τα πρώτα δημοτικά αποχωρητήρια και ουρητήρια της Αθήνας.
Από πολύ νωρίς, και ειδικά από τότε που η πρωτεύουσα της Ελλάδος μεταφέρθηκε από το Ναύπλιο στην Αθήνα, η οδός Αθηνάς απέκτησε εμπορικό χαρακτήρα και εύποροι έμποροι εγκαταστάθηκαν εκεί σε ιδιόκτητα διώροφα κτίρια, πολλά εκ των οποίων ήταν σχεδιασμένα από γνωστούς αρχιτέκτονες. Χρησιμοποιούσαν τον πάνω όροφο για την κατοικία τους και το ισόγειο για τα μαγαζιά τους, τα οποία είχαν κυρίως τρόφιμα που έφταναν από την επαρχία ή το εξωτερικό για να τροφοδοτήσουν την πόλη. Εκτός από τα πολυτελή ιστορικά ξενοδοχεία «Μέγας Αλέξανδρος» και «Μπάγκειον» χτίστηκαν και πολλά μεσοαστικά (Βενετία, Βέλγιον, Πίνδαρος, Ολυμπιάς κ.ά.) τα οποία φιλοξενούσαν εμπόρους, επαρχιώτες ή αγοραστές.
Όπως ακούσαμε από την κα Α. Σκουμπουρδή σε μία ξενάγηση στην οδό Αθηνάς, «Ο δρόμος αυτός ήταν ένας από το πιο αριστοκρατικούς της πόλης, έως την τελευταία 20ετια του 19ου αιώνα. Και οι νεόπλουτοι Αθηναίοι, όπως τους σατίριζε ο Καμπούρογλους, άφηναν τα σπίτια τους στην παλαιά πόλη για να έλθουν να κατοικίσουν στον μοντέρνο δρόμο, που ήταν η οδός Αθηνάς. Υπήρχαν υπέροχα νεοκλασικά κτίρια, εκ των οποίων ελάχιστα σώζονται και πολλά έχουν χάσει την φυσιογνωμία τους».
Η Βαρβάκειος αγορά, η οποία άρχισε να λειτουργεί 1886 καθώς και ο σταθμός του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου που από το 1895, βρισκόταν στη συμβολή των οδών Αθηνάς και Λυκούργου, συνετέλεσαν στην αύξηση της εμπορικής κίνησης του δρόμου και στο άνοιγμα πολλών καταστημάτων και με άλλα είδη, εκτός τροφίμων. Γι’ αυτόν τον λόγο ένα από τα προσωνύμια της οδού Αθηνάς ήταν «Οδός των εμπόρων».
Άλλα προσωνύμια της οδού Αθηνάς ήταν «Οδός των θαυμάτων» αλλά και η «Οδός των τεράτων». Και αυτά οφείλονται σε τύπους διαφόρων ειδικοτήτων και δυνατοτήτων που κυκλοφορούσαν είτε ως «θεραπευτές», που με τα «ιατρικά» τους σκευάσματα θεράπευαν ασθένειες, είτε ως «οδοντίατροι» που με την τανάλια στο χέρι ήταν πρόθυμοι να κάνουν εξαγωγές σάπιων δοντιών για ν’ ανακουφίσουν τον ασθενή από τον πονόδοντο, είτε ως «αθλητές» που πραγματοποιούσαν εντυπωσιακά κατορθώματα, όπως το να σπάσουν με το κεφάλι τους τούβλα ή να σύρουν με τα δόντια τους ένα αμάξι… Επίσης, υπήρχαν επιχειρηματίες που καλούσαν τους περαστικούς να μπουν στο «υπόγειο των θαυμάτων» (δίπλα στο ξενοδοχείο Μπάγκειον, από την πλευρά της οδού Αθηνάς) για να δουν «μία κομμένη κεφαλή που κινείται και μιλεί» ή «ένα μοσχάρι με πέντε πόδια».
Στις αρχές του 20ού αιώνα, τα δύο άκρα του δρόμου είχαν έναν εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα. Το νότιο κομμάτι, προς το Μοναστηράκι, κέντρο εμπορίου μεταχειρισμένων και φθηνών ειδών, ήταν το «λαϊκό», ενώ το βόρειο, προς την Ομόνοια, με τα μεγαλοπρεπή ξενοδοχεία Μπάγκειον και Μέγα Αλέξανδρο, θέατρα και καφενεία, το «αστικό». Και αυτό το πιο λαϊκό κομμάτι, που δεν έχει αποτινάξει ακόμη τις ανατολίτικες καταβολές, περιγράφεται το 1915, στο απόσπασμα της εφημερίδας «Αθήναι»: «Η οδός Αθηνάς δεν απέβαλεν εισέτι ολοτελώς τον χρωματισμόν εμπορικής οδού ανατολικής πόλεως. Όλα αυτά, τα έξωθεν των θυρών κρεμάμενα αντικείμενα, προδίδουσιν ακόμη τας ανατολικάς συνηθείας των πραγματευτάδων, οίτινες εκθέτουσιν έξωθεν της θύρας των ό,τι εκλεκτόν έχει ένδον το κατάστημά των […]».
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη μεγάλη εισροή μεταναστών ο δρόμος απέκτησε μία πολυμορφία με μικροπωλητές και μικροεπαγγελματίες να στήνουν υπαίθριους πάγκους και καροτσάκια, όπου πουλούσαν ό,τι μπορούσε να φανταστεί ο ανθρώπινος νους και ο δρόμος απέκτησε μία εικόνα εμποροπανήγυρης, όπου επικρατούσε το αδιαχώρητο. Η περιοχή γέμισε από καφενεία, οινομαγειρεία, και εστιατόρια. Πολλοί δε από τους παλαιούς κατοίκους άρχιζαν τότε να φεύγουν από εκεί και στα σπίτια τους στεγάζονται βιοτεχνίες, εργαστήρια, εμποροραφεία και ξενοδοχεία β’ ή γ’ κατηγορίας.
Η δεκαετία του 1950 βρίσκει την οδό Αθηνάς χωρίς τις μεσοαστικές οικογένειες που κατοικούσαν εκεί, με τα περισσότερα νεοκλασικά κατεδαφισμένα και στη θέση τους πολυώροφα κτίρια γραφείων και καταστημάτων, αμφιβόλου αισθητικής ή αρχιτεκτονικής αξίας. Μία νέα εποχή ξεκινάει για τον δρόμο, μία εποχή φθοράς αλλά και παρακμής που της προσδίδει ένα ακόμη προσωνύμιο, η «Οδός της αμαρτίας», και περιγράφεται από τον Μάνο Χατζιδάκη στην εισαγωγή του πονήματός του «Οι Μπαλάντες της οδού Αθηνάς»: «Ο δρόμος, η Αθηνάς, έχει πολλά οινομαγειρεία και πιο πολλά πορνεία, κινηματογράφους για κατ’ ιδίαν ερωτικήν απόλαυση, ξενοδοχεία σκοτεινά για άμεση ερωτική περίθαλψη -κάτι σαν Πρώτων Βοηθειών, να πούμε, ερωτικών- χιλιάδες καφενεία για ημερήσια χαύνωση, το Δημαρχείο κι ένα γραφείο κηδειών αλλοτινών καιρών. Στο δρόμο αυτό κυκλοφορούν εργάτες, μικρέμποροι, αλήτες, πόρνες, τραβεστί, δημοσιογράφοι, επαρχιώτες μαστροποί και χίλιοι δολοφόνοι. Αυτό περίπου είναι το σκηνικό».
Στην οδό Αθηνάς μαζευόντουσαν και οι παπατζήδες, οι οποίοι με γνωστό «τζογαρόδικο» παιχνίδι του δρόμου «εδώ παπάς, εκεί παπάς», μάζευαν τα λεφτά των… τζογαδόρων περαστικών και γι’ αυτό και πολλές φορές οι χαμένοι προσπαθούσαν να προειδοποιήσουν τους άλλους, με τους στίχους του Τόλη Χάρμα που είχε γίνει και τραγούδι:
Σαν κορόιδο πιάστηκες να τα χάσεις βιάστηκες
φύλαγαν στη γωνιά οι τσιλιαδόροι
και σου τα τρώγανε οι αβανταδόροι
Κι έτσι αυτό το πάθημα να σου γίνει μάθημα/
αυτό που έπαθες μην το ξεχάσεις/
κι απ’ την οδό Αθηνάς να μην περάσεις
Ο 21ος αιώνας βρίσκει την οδό Αθηνάς με μία πανσπερμία από ανθρώπους, θρησκείες, πολιτισμούς, προσιτή πάντα σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, εύκολα προσβάσιμη, με εμπορικά μαγαζιά που πουλάνε από τρόφιμα, είδη κιγκαλερίας αλλά και είδη στρατιωτικά, λιβάνια, μπαχάρια… μέχρι κατοικίδια και βιοτεχνίες που ίσως δεν υπάρχουν σε κανένα άλλο σημείο του κέντρου, με αρκετά κτίρια ανακαινισμένα αλλά και πολλά εγκαταλελειμμένα, παραμορφωμένα με έντονα αλλοιωμένη την αισθητική τους, τα οποία «εκλιπαρούν» για συντήρηση ή ανακαίνιση, ώστε να ξαναβρούν την χαμένη ομορφιά τους.
Οι πολύβουοι το πρωί γύρω δρόμοι εξακολουθούν τα βράδια να διατηρούν την κακή φήμη τους και η κυκλοφοριακή αταξία, πεζών και οχημάτων, που κυριαρχεί ειδικά κοντά στην Βαρβάκειο, συνεχίζει να είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της.
Παρ’ όλα αυτά, η περιοχή διατηρεί τους πιστούς της αρχίζοντας όμως σιγά-σιγά να μαζεύει και μία άλλη γκάμα ανθρώπων που δεν επισκέπτονται μόνο εμπορικά μαγαζιά, αλλά γκαλερί που έχουν ανοίξει γύρω από την αγορά. Πολιτιστικές εκδηλώσεις, όπως ξεναγήσεις ή δράσεις που έχουν οργανωθεί από τον δήμο ή ομάδες πολιτών, όπως π.χ. οι atenistas έχουν σαν στόχο ν’ αναδείξουν την ιστορία αλλά και τη γοητεία του δρόμου. Κτίρια που έχουν ανακαινιστεί, ιδιαίτερα κοντά στην πλατεία Μοναστηρακίου, λειτουργούν ως μικρά ξενοδοχεία ή ενοικιάζονται για βραχυχρόνια μίσθωση (airbnb) με αποτέλεσμα στην περιοχή ν’ αρχίζουν να εμφανίζονται καφέ, ζαχαροπλαστεία, φούρνοι με παριζιάνικο κάπως στυλ και να δημιουργούνται δειλά-δειλά μερικά στέκια για το νέο αυτό κοινό.
Η οδός Αθηνάς βρίσκεται στο κέντρο συζητήσεων για την αναβάθμιση, τον εξωραϊσμό της και ένα γενικότερο νοικοκύρεμα, αλλά όλα αυτά θα πρέπει να έχουν σαν γνώμονα τη διατήρηση του ιδιαίτερου χρώματος και της ταυτότητας που έχει αυτός ο ιστορικός, αλλά πολύπαθος δρόμος, ο οποίος εκτός των άλλων είναι γνωστός για την υπέροχη δενδροστοιχία από τζακαράντες, οι οποίες, κάθε άνοιξη, παραφράζοντας λίγο τους στίχους του Σεφέρη, παίζουν καστανιέτες και χορεύοντας / ρίχνουν γύρω στα πόδια τους ένα μενεξεδένιο χιόνι και προσφέρουν μία υπέροχη θέα της Ακρόπολης, μέσα σ’ ένα λουλουδιασμένο μωβ κάδρο.
Μία νοερή ξενάγηση στην οδό Αθηνάς
Περπατώντας την απόσταση του ενός χιλιομέτρου περίπου από το Μοναστηράκι προς την πλατεία Ομονοίας γίνεται αμέσως αντιληπτή η πολυχρωμία της, η «πολυφωνία» της, η ποικιλία των αρχιτεκτονικών ρυθμών, η ανομοιογένεια στα ύψη αλλά και στους όγκους των 62 κτιρίων, εκ των οποίων τα 25 έχουν κριθεί αξιόλογες κατασκευές των τελών του 19ου – αρχών 20ού αιώνα, καθώς επίσης και οι αντιθέσεις της, από το ένα άκρο στο άλλο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα μεταλλικά κιγκλιδώματα πολλών μπαλκονιών, με μοτίβα που είχε διαδώσει ο Τσίλερ, ή με μοτίβα art deco.
Αν και η αρίθμηση του δρόμου αρχίζει από την πλατεία Μοναστηρακίου, η νοερή αυτή ξενάγηση, με «στάση» σε μερικά από τα πιο σημαντικά κτίρια που βρίσκονται στη διαδρομή, θα ‘χει σαν αφετηρία την πλατεία Ομονοίας, ώστε σηκώνοντας το κεφάλι ψηλά, το βλέμμα μας να αντικρίζει στο βάθος την Ακρόπολη. (Η ζυγή αρίθμηση θα είναι στο αριστερό μας χέρι, ενώ η μονή στο δεξί)
Στη συμβολή του δρόμου με την πλατεία Ομονοίας τα δύο αντικριστά πολυτελή ξενοδοχεία, Μπάγκειον και Μέγας Αλέξανδρος, σε σχέδια του Τσίλερ, δίνουν το στίγμα της αστικής Αθήνας η οποία είχε ως στέκι την πλατεία Ομονοίας, τη γεμάτη θέατρα, καφενεία και εστιατόρια. Στο ισόγειο ενός όμορφα ανακαινισμένου κτιρίου, δίπλα στο ξενοδοχείο Μπάγκειο, επί της οδού Αθηνάς, στο νούμερο 60, είχε στεγαστεί ο κινηματογράφος ΕΛΛΑΣ.
Σχεδόν απέναντι, στο νούμερο 67, δεσπόζει το Κτίριο Διοίκησης του ΗΣΑΠ, κτισμένο στο σημείο που βρισκόταν αρχικά ο σταθμός της Ομόνοιας, ο οποίος εγκαινιάστηκε το 1895. Προχωρώντας, στη συμβολή με την οδό Λυκούργου, δύσκολα μας διαφεύγει το ψηλό γωνιακό οικοδόμημα που βρίσκεται στο δεξί μας χέρι, στο νούμερο 56, με τα εντυπωσιακά πήλινα διακοσμητικά στοιχεία, τα πολύχρωμα μάρμαρα και τις ψηφιδωτές αναπαραστάσεις της ελληνικής μυθολογίας να κοσμούν τους εξωτερικούς τοίχους. Πρόκειται για το Μέγαρο Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων, το οποίο κτίστηκε σε σχέδιο του αρχιτέκτονα Βασιλείου Κουρεμένου και αποτελεί προσθήκη σε προγενέστερο νεοκλασικό κτίριο.
Ένα από τα σημαντικά κτίρια της πόλης, το Δημαρχιακό Μέγαρο, βρίσκεται στον αριθμό 61-63 της οδού Αθηνάς, απέναντι από την πλατεία Εθνικής Αντιστάσεως (πλατεία Κοτζιά), την οποία κοσμούν το υπέροχο Μέγαρο Μελά, σε σχέδια του Τσίλερ και το Μέγαρο της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Το Δημαρχείο Αθηνών, με το χαρακτηριστικό δωρικού ρυθμού πρόπυλό του, κτίστηκε το 1871, επί δημαρχίας του Κυριακού, σε σχέδια του Παναγιώτη Κάλκου. Αρχικά ήταν διώροφο, ενώ την περίοδο 1935-37, κατά τη διάρκεια ανακαίνισης, προστέθηκε ο τρίτος όροφος.
Λίγο πιο κάτω, στον αριθμό 57 ένα πενταώροφο κτίριο του Μεσοπολέμου, με αισθητικές αναφορές στην βυζαντινή παράδοση, στέγασε το ξενοδοχείο Ολυμπιάς.
Βλέποντας, στο νούμερο 51 στην συμβολή με την οδό Ευριπίδου, ένα παραμελημένο διώροφο κτίριο, με καταστήματα το ισόγειο, δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε ότι αυτό ήταν σε σχέδια του Τσίλερ. Χτίστηκε το 1878 για κατοικία της οικογένειας Α. Κατσανδρή.
Αθηνάς 42 είναι η είσοδος της Κεντρικής Δημοτικής Αγοράς (Βαρβάκειος) η οποία καταλαμβάνει το οικοδομικό τετράγωνο που περικλείεται από τις οδούς Ευριπίδου, Αιόλου, Σοφοκλέους και Αθηνάς. Το όνομά της οφείλεται στην γειτνίασή της με το κατεδαφισμένο σήμερα Βαρβάκειο Λύκειο, που ήταν ακριβώς απέναντι. Άρχισε να οικοδομείται από τον δήμο Αθηναίων το 1878, επί δημαρχίας Π. Κυριακού, σε σχέδια του Ιωάννη Κουμέλη, στην πλατεία Εμπορικής Αγοράς, χώρος που εξ αρχής προοριζόταν για αγορά. Οι εργασίες επιταχύνθηκαν μετά τη μεγάλη πυρκαγιά της 9ης Αυγούστου 1884 που αποτέφρωσε την Παλαιά Αγορά (Μοναστηράκι) και ολοκληρώθηκαν το 1886. Η μορφή του κτιρίου με το ορθογώνιο σχήμα, τη στέγη από μέταλλο και γυαλί, τις τέσσερις εισόδους, με το φυσικό φως να μπαίνει από τα συμμετρικά παράθυρα που βρίσκονται πάνω από τις καμάρες, είναι έντονα επηρεασμένη από τα αντίστοιχα της Ευρώπης και ιδιαίτερα της Ιταλίας. Η Βαρβάκειος Αγορά ήταν για πολλά χρόνια γνωστό στέκι των ξενύχτηδων οι οποίοι, πριν πάνε για ύπνο, περνούσαν για πατσά στα μαγειρεία που υπήρχαν, ανάμεσα στα κρεοπωλεία, όπως του Σιδέρη, του Παπανδρέου, ή του Σαλονικιού. Σήμερα όλα αυτά έχουν κλείσει και μόνο η «Ήπειρος» προσπαθεί να κρατήσει ζωντανές αυτές τις μνήμες και τις παραδόσεις.
Απέναντι από την Βαρβάκειο Αγορά, στον χώρο γνωστό ως πλατεία της Ναυτικής Σχολής (εκεί είχε αποφασιστεί με Β.Δ. του 1856 να χτιστεί το «ναυτικό σχολείο», σύμφωνα με την επιθυμία και δωρεά που έκανε το 1824 ο Ι. Βαρβάκης) και όπου σήμερα βρίσκεται η λαχαναγορά, υπήρχε το Βαρβάκειο Λύκειο, το οποίο οικοδομήθηκε με ένα μέρος του κληροδοτήματος που άφησε ο πλούσιος ομογενής της Ρωσίας, «ίνα μεταχειρισθώσιν εις καθίδρυσιν εν Ελλάδι, όπου κριθή κατάλληλον μετά της αδείας της εκεί κυβερνήσεως, λυκείου προς διηνεκή εκπαίδευσιν της νεολαίας…». Το οικόπεδο που επιλέχθηκε ως το πλέον κατάλληλο, ανήκε άλλοτε στον Αμερικανό ιεραπόστολο και παιδαγωγό Ι. Κινγκ. Τα σχέδια ανέλαβε ο αρχιτέκτων Π. Κάλκος και το κτίριο θεμελιώθηκε με επισημότητα το 1857, παρουσία των βασιλέων και αρχών της πόλης. Το διώροφο οικοδόμημα, αυστηρού νεοκλασικού ρυθμού, με ιωνικό πρόπυλο στην είσοδο, ολοκληρώθηκε στα τέλη του 1859 και η λειτουργία του σχολείου άρχισε το 1860. Το 1880 χωρίστηκε σε δύο σχολεία, το 1ο Γυμνάσιο (το οποίο αργότερα μετακινήθηκε στο Παγκράτι και μετονομάστηκε 7ο Γυμνάσιο) και το 2ο Γυμνάσιο (το μετέπειτα 8ο Λύκειο που στεγάζεται σε κτίριο της περιοχής των Πατησίων). Το 1886 ιδρύθηκε το «Βαρβάκειον Πρακτικόν Λύκειον», το οποίο προετοίμαζε σπουδαστές για τις στρατιωτικές σχολές και το Πολυτεχνείο και μέχρι τη μετακίνηση των γυμνασίων από το κτίριο της οδού Αθηνάς (1911), στεγάστηκε στην οικία Κολοκοτρώνη για 25 χρόνια (Βουλής 7). Στη μεγάλη βιβλιοθήκη του Βαρβακείου έγινε το 1870 η πολύκροτη δίκη των έξι συλληφθέντων ληστών κατηγορούμενων για τη σφαγή ξένων περιηγητών στο Δήλεσι, καθώς επίσης και η δίκη του δολοφόνου του πρωθυπουργού Δ. Δεληγιάννη, το 1905. Το 1915 το κτίριο επιτάχθηκε αρχικά από τον στρατό και αργότερα από την Διοίκηση της Χωροφυλακής και ήταν το μόνο που δεν στέγασε πρόσφυγες μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Στα χρόνια της Kατοχής στο ισόγειο του κτιρίου γινόταν διανομή συσσιτίου, ενώ κατά την διάρκεια των Δεκεμβριανών πυρπολήθηκε με αποτέλεσμα να υποστεί πολύ σοβαρές ζημιές αλλά και καταστροφή της βιβλιοθήκης και του αρχείου του. Αν και η λειτουργία του σχολείου συνεχίστηκε και μετά τον πόλεμο, το 1956 αποφασίστηκε η κατεδάφισή του, παρ’ όλες τις αντιδράσεις και αντιρρήσεις αρχιτεκτόνων.
Δίπλα στον χώρο που στεγάζεται η λαχαναγορά, στην συμβολή των οδών Αριστογείτονος και Αθηνάς 53, ένα διατηρητέο διώροφο νεοκλασικό κτίριο του 1908, πρόσφατα ανακαινισμένο, είχε στεγάσει παλιά το «Ξενοδοχείο των Ξένων».
Ακριβώς δίπλα στην Βαρβάκειο Αγορά, στον αριθμό 40, σ’ ένα τριώροφο κτίριο που οικοδομήθηκε κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, στεγαζόταν το ξενοδοχείο «Βενετία», ξεχωριστό δείγμα του αθηναϊκού κλασικισμού, το οποίο σήμερα παραμένει εγκαταλελειμμένο.
Λίγο πιο κάτω, στην συμβολή των δρόμων Ευριπίδου και Αθηνάς 38 ένα πανέμορφο τριώροφο νεοκλασικό, ανακαινισμένο από τον Η. Μπαρμπαλιά, αποτελεί ένα από τα στολίδια του δρόμου και σήμερα εκεί στεγάζεται υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος.
Συνεχίζοντας τη βόλτα μας προς την πλατεία Μοναστηρακίου, στον αριθμό 32, ένα μικρό διώροφο κτίριο του 1900, με κατοικία στον όροφο και κατάστημα στο ισόγειο, τραβάει την προσοχή μας και αισθανόμαστε ότι αυτό ασφυκτιά ανάμεσα στα δύο πολυώροφα οικοδομήματα γραφείων. Στην εσοχή που βρίσκεται στο κέντρο της πρόσοψης ίσως να υπήρχε παλιά κάποιο διακοσμητικό γλυπτό.
Σε κάπως καλύτερη θέση «συμπίεσης» βρίσκεται λίγο παρακάτω, στον αριθμό 28, η μονόκλιτη καμαροσκέπαστη βασιλική της Αγίας Κυριακής, μια και στη δεξιά της πλευρά υπάρχει ένα χαμηλό νεοκλασικό σπίτι. Το εκκλησάκι χτίστηκε τα χρόνια της Τουρκοκρατίας από την αθηναϊκή οικογένεια Σκλέπα και, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κοιμητηριακός ναός νεκροταφείου που βρισκόταν μεταξύ αυτού και της Παντάνασσας (Μοναστηράκι).
Στη συμβολή της οδού Καλαμιώτου και με την οδό Αθηνάς 39 λειτουργεί ως σήμερα το τετραώροφο ξενοδοχείο «CECIL», ενώ στην απέναντι γωνία, στον αριθμό 37, ένα πιο σύγχρονο μικρό ξενοδοχείο, γνωστής αλυσίδας, στεγάζεται στο ανακαινισμένο διατηρητέο, διώροφο κτίριο χρησιμοποιώντας και τους χώρους του διπλανού οικοδομήματος (Αθηνάς 35) το οποίο κτίστηκε το 1904 και στέγασε παράρτημα της Πολυκλινικής Αθηνών και τη δεκαετία του ‘60 το ξενοδοχείο «ΒΟΙΩΤΙΑ».
Λίγο πιο κάτω, στην απέναντι πλευρά του δρόμου, στην συμβολή των οδών Βορρέου και Βύσσης, στην πλατεία Καραμάνου, χτίστηκε στα τέλη του 1840 το πρώτο δημοτικό αλληλοδιδακτικό σχολείο της πόλης, που πήρε το όνομά του από τον εμπνευσμένο δάσκαλο Μ. Καραμάνο. Το σχολείο κατεδαφίστηκε το 1916 για τη δημιουργία λαϊκών λουτρών, τα οποία έγιναν υπόγεια και εγκαινιάστηκαν το 1939. Στη δεκαετία του ’60 ανεγέρθηκε το πολυώροφο κτίριο που στεγάζει δημοτικές υπηρεσίες.
Στην ακριβώς απέναντι γωνία, Βορρέου και Αθηνάς 16, βρίσκεται ένα κομψό εκλεκτικιστικό κτίριο του 1900, όπου στεγάζεται η ALPHA BANK.
Ένα τριώροφο διατηρητέο στη συμβολή των οδών Κακουργιοδικείου και Αθηνάς 13-15, γνωστό ως οικία Νικολάου Πήλικα – μετέπειτα οικία Θεοδώρου Παπανικολάου. Το αρχοντικό μετατράπηκε αργότερα σε ξενοδοχείο και εκεί στεγάστηκαν τα ξενοδοχεία «Σιών» και «Αιγαίον».
Στη συμβολή των οδών Αθηνάς 8 και Αγίας Ειρήνης, ένα όμορφο, ανακαινισμένο διώροφο κτίριο, αποτελεί αξιόλογο δείγμα Art Nouveau και στην απέναντι γωνία, Αθηνάς 6, δεσπόζει ένα υπόδειγμα του μοντέρνου κινήματος του 20ού, μία πολυκατοικία του μεσοπολέμου με τα παράθυρα να βρίσκονται στην καμπύλη συνάντησης των δύο όψεων.
Και πλησιάζοντας στην πλατεία Μοναστηρακίου, στον αριθμό 4 βλέπουμε ένα διώροφο κτίριο του 1850, το οποίο θεωρείται από τα πιο παλαιά σωζόμενα του δρόμου. Εκεί είχε στεγαστεί κάποια χρόνια ένα ξενοδοχείο, το «Μενελάϊον».
Η νοερή αυτή ξενάγηση τελειώνει στη συμβολή των οδών Αθηνάς 1 και Ερμού, όπου στον πολυχώρο γεύσεων που έχει δημιουργεί στους τελευταίους ορόφους του ανακαινισμένου διατηρητέου κτιρίου, η θέα της Ακρόπολης, των Αναφιώτικων και της πλατείας Μοναστηρακίου είναι μοναδική.
Πηγή: Athens Voice
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.