Ορισμένα τμήματα του sharing economy όπως για παράδειγμα το Airbnb αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες κατά την διάρκεια της πανδημίας. Ωστόσο, η Business-to-business οικονομία, όπου μία επιχείρηση πραγματοποιεί εμπορική συναλλαγή με μια άλλη μπορεί να αποτελέσει ένα καινοτόμο μοντέλο για το μέλλον.
Η μεγάλη ύφεση στα τέλη της δεκαετίας του 2000 δημιούργησε μια κοινωνική μετατόπιση, εισάγοντας την έννοια του sharing economy. Μερικοί από τους millennials που έχουν επίγνωση για το περιβάλλον, αποφεύγουν την ιδιοκτησία φυσικών αντικειμένων, όπως ακριβά αυτοκίνητα και προτιμούν την πρόσβαση σε αυτά ως προσιτές υπηρεσίες μόνο όταν χρειάζεται. Ψηφιακές πλατφόρμες, όπως η Uber και η Airbnb, οι οποίες είναι προσβάσιμες από τα κινητά τηλέφωνα, έδωσαν την δυνατότητα σε άτομα να μοιράζονται τα αυτοκίνητα και τα σπίτια τους με άλλους και να παράγουν επιπλέον έσοδα διατηρώντας ταυτόχρονα την ιδιοκτησία, μεγιστοποιώντας έτσι την αξία των περιουσιακών τους στοιχείων.
Η business-to-consumer οικονομία απογειώθηκε τόσο γρήγορα που, το 2015, η PwC προέβλεπε ότι η business-to-consumer (B2C) οικονομία θα αυξηθεί από 15 δισεκατομμύρια δολάρια το 2013 σε 335 δισεκατομμύρια δολάρια έως το 2025. Φαίνεται πως η πανδημία της COVID-19 έχει αποδεκατίσει το sharing economy, καθώς αυτό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την κινητικότητα και τις διακοπές. Για παράδειγμα, η Uber έχασε 6,8 δισεκατομμύρια δολάρια το 2020, ενώ η Airbnb σημείωσε καθαρή απώλεια σχεδόν 4 δισεκατομμυρίων δολαρίων μόνο το τέταρτο τρίμηνο του 2020.
Το sharing economy επέτρεψε στους καταναλωτές να μοιράζονται αγαθά και υπηρεσίες την τελευταία δεκαετία και κατάφερε να πείσει τις επιχειρήσεις να αρχίσουν κι εκείνες να μοιράζονται μεταξύ τους τους φυσικούς και άυλους πόρους τους. Ως αποτέλεσμα, το 2021 φαίνεται πως θα δούμε μια άνοδο της business-to-business οικονομίας (Β2Β).
Η business-to-business οικονομία μπορεί να προσφέρει πολλαπλά οφέλη. Αρχικά, με την κοινή χρήση των φυσικών και άυλων πόρων, οι εταιρείες μπορούν να παράγουν περισσότερα έσοδα, μειώνοντας παράλληλα το κόστος και τα απόβλητα. Συγκεκριμένα, οι επιχειρήσεις μπορούν να μειώσουν τις δαπάνες. Η Β2Β οικονομία επιτρέπει στις εταιρείες να μετατρέπουν το υψηλό σταθερό κόστος σε χαμηλά μεταβλητά έξοδα. Αντί να σπαταλούν το πολύτιμο κεφάλαιο τους για την κατασκευή νέων εργοστασίων, οι βιομηχανικές εταιρείες μπορούν να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους γρήγορα και οικονομικά, αξιοποιώντας την παραγωγική ικανότητα on-demand. Με την «ενοικίαση» παραγωγικής ικανότητας οι μεγάλες επιχειρήσεις μπορούν να αυξήσουν με ευελιξία τις δυνατότητες της εφοδιαστικής αλυσίδας τους για την αντιμετώπιση της αυξημένης ζήτησης στην αγορά.
Στις ΗΠΑ, το 30% του συνολικών αποθηκευτικών χώρων δεν χρησιμοποιείται οποιαδήποτε δεδομένη ημέρα. Στην Ασία, το ποσοστό αυτό μπορεί να φτάσει και το 50%. Οι πλατφόρμες on-demand όπως το FLEXE, το Flowspace και το SpaceFill βοηθούν τους ιδιοκτήτες logistics να κερδίσουν χρήματα από τις αχρησιμοποίητες εγκαταστάσεις τους, ενοικιάζοντάς τους άδειους χώρους σε εταιρείες και νεοσύστατες επιχειρήσεις ηλεκτρονικού εμπορίου, οι οποίες αναζητούν απεγνωσμένα χώρο για να αποθηκεύσουν τα αποθεματά τους.
Φαίνεται πως οι επιχειρήσεις μπορούν επίσης να εξαγάγουν περισσότερη αξία από τα άυλα περιουσιακά τους στοιχεία με το να τα “νοικιάζουν-παρέχουν” σε τρίτους. Κάθε χρόνο, οι ΗΠΑ αναπτύσσουν περισσότερα από 6 τρισεκατομμύρια δολάρια σε πνευματική ιδιοκτησία (IP), πνευματικά δικαιώματα και τεχνογνωσία. Ωστόσο, 1 τρισεκατομμύριο δολάρια παράγονται ετησίως, καθώς οι αμερικανικές εταιρείες δεν διαθέτουν σαφή στρατηγική προκειμένου να εξαγάγουν τη μέγιστη αξία από την IP τους, όπως οι νέες εφευρέσεις τεχνολογίας. Αυτές οι εταιρείες μπορούν να χρησιμοποιήσουν υπηρεσίες μεσιτείας IP προκειμένου να αποκομίσουν κέρδη από τα ανεκμετάλλευτα άυλα περιουσιακά τους στοιχεία, όπως τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, μοιράζοντάς τα με αγοραστές που αναζητούν καινοτομία.
Επιπλέον, οι μεγάλες μάρκες μπορούν να χρησιμοποιήσουν την B2B οικονομία για να εκμεταλλευτούν πλήρως την ανοδική πορεία της καινοτομίας. Η βιομηχανία καταναλωτικών αγαθών κάθε χρόνο επενδύει δισεκατομμύρια δολάρια. Ωστόσο, το 95% των νέων καταναλωτικών προϊόντων αποτυγχάνουν στην κυκλοφορία, καθώς δεν καλύπτουν τις πραγματικές ανάγκες των πελατών, αφήνοντας τις μάρκες με δαπανηρό αχρησιμοποίητο απόθεμα. Αντί λοιπόν τα brands να μαντεύουν τις προτιμήσεις των πελατών και να βασίζονται στη μαζική παραγωγή, θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν πλατφόρμες όπως το Thestorefront και το Appear Here για να ανοίξουν pop-up καταστήματα σε στρατηγικές τοποθεσίες όπου θα δοκιμάζουν για πρώτη φορά με τους πελάτες τους τα νέα concept σχετικά με τα προϊόντα τους.
Φαίνεται πως οι πελάτες δεν αναζητούν πλέον μεμονωμένα προϊόντα ή υπηρεσίες από διαφορετικές μάρκες. Αντίθετα, αναζητούν καταστήματα και μάρκες που καλύπτουν πλήρως τις ευρύτερες ανάγκες τους και τους προσφέρουν μια ολοκληρωμένη εμπειρία.
Επίσης, η Β2Β οικονομία μπορεί να επηρεάσει θετικά το περιβάλλον αφού θα περιορίσει τα απόβλητα. Για παράδειγμα, το έργο Les Deux Rives στο Παρίσι λειτουργεί σύμφωνα με τις αρχές της βιωσιμότητας της κυκλικής οικονομίας, και επιτρέπει σε 30 συνεργαζόμενους οργανισμούς-μέλη του να συνεργαστούν προκειμένου να μειώσουν την συσκευασία τροφίμων μιας χρήσης. Φαίνεται πως η business-to-business οικονομία μπορεί να προσφέρει συναρπαστικά οικονομικά, κοινωνικά και οικολογικά οφέλη. Με συνετή κοινή χρήση των πόρων και των άυλων περιουσιακών τους στοιχείων, οι επιχειρήσεις μπορούν να πετύχουν την αποτελεσματικότητα και την ευελιξία και να συμβάλλουν θετικά στις κοινότητες και τον πλανήτη.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.