Δεν υπήρχε καμία αναφορά παλαιότερα απο την Adidas σχετικά με το ότι θέλει να “ξεφορτωθεί” μια μάρκα που προσπαθεί να αναβιώσει εδώ και χρόνια. Ωστόσο την προηγούμενη εβδομάδα προειδοποίησε για τις χαμηλές πωλήσεις και τα κέρδη του τέταρτου τριμήνου, καθώς επηρεάζονται από νέα μέτρα που έχουν επιβληθεί εξαιτίας της πανδημίας στην Ευρώπη.
Το να παραδεχτεί την ήττα της Reebok θα ήταν ένα στρατηγικό λάθος για τον διευθύνοντα σύμβουλο Kasper Rorsted, ο οποίος έχει καταφέρει να πετύχει τον διπλασιασμό της μετοχής της εταιρείας από τότε που πήρε το τιμόνι τον Οκτώβριο του 2016.
Όταν η Adidas συμφώνησε να αγοράσει την Reebok για 3,8 δισεκατομμύρια δολάρια το 2005, ήταν ένας τρόπος να κατακτήσει την αμερικανική αγορά αθλητικών ειδών και να “προκαλέσει” τη Nike.
Ενώ η Adidas έχει κάνει αισθητή την παρουσία της στις Η.Π.Α. λόγω της δημοτικότητας της βασικής της μάρκας, η αναγέννηση της Reebok δεν συνέβη ποτέ.
Πριν από λίγα χρόνια, το Reebok Classics φαινόταν ότι θα γινόταν το επίκεντρο της μόδας, καθώς η τάση για άσχημα ή κλασικά παπούτσια που οι μπαμπάδες παθαίνανε εμμονή με την αγορά τους κρατούσε.
Παρά τις συνεργασίες με τον Ρώσο σχεδιαστή ανδρικών ενδυμάτων Gosha Rubchinskiy και τον οίκο μόδας Vetements, τα παπούτσια απέτυχαν να αποκτήσουν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Οι ανταγωνιστές, όπως η Balenciaga αξιοποίησαν αυτήν την τάση πιο αποτελεσματικά.
Έτσι, η Adidas προσπάθησε να τοποθετήσει την Reebok ως ετικέτα fitness και athleisure, έχοντας σχέση με το CrossFit μέχρι τις αρχές του τρέχοντος έτους.
Ωστόσο και αυτή η στρατηγική δεν ήταν θρίαμβος αφού η μάρκα δεν μπορούσε να αυξήσει πολύ τα μερίδια της.
Ο Rorsted επιμένει ότι η ανάπτυξη της Reebok ως μάρκας που λανσάρει αυτόν τον τρόπο ζωής ήταν η σωστή στρατηγική. Μέχρι φέτος, είχε επιστρέψει στην αύξηση των πωλήσεων και στην κερδοφορία.
Ωστόσο, τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα της Adidas τα τελευταία χρόνια είναι ότι πουλούσε, επικεντρωμένες στη μόδα ετικέτες, όπως το Adidas Originals, η συνεργασία Yeezy με τον Kanye West και πιο πρόσφατα η συνεργασία Ivy Park με την Beyonce. Η μη αξιοποίηση αυτού του πλεονεκτήματος μοιάζει με χαμένη ευκαιρία.
Η πώληση της Reebok έχει νόημα και βάση καθώς η πώληση θα συγκεντρώσει κεφάλαια για την κύρια επιχείρηση Adidas, η οποία ανταγωνίζεται τη Nike στις ΗΠΑ και την Κίνα.
Η εταιρεία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα έσοδα για να επενδύσει σε αθλητικά είδη και στο ηλεκτρονικό εμπόριο καθώς και τα δύο έχουν ενισχυθεί από την πανδημία και τέλος να αναπτύξει τα franchise μαγαζιά της.
Ένα πρόβλημα που υπάρχει όσον αφορά την πώληση της μάρκας είναι η πανδημία που έχει πλήξει όλες τις χώρες του κόσμου. Ένα άλλο είναι ότι κατά την πώληση της Reebok, η Adidas δίνει ένα όνομα που δεν έχει ακόμη ανταποκριθεί στις δυνατότητές του σε έναν ανταγωνιστή που καταφέρνει να το υλοποιήσει με επιτυχία.
Ο ανταγωνισμός στα αθλητικά είδη είναι μεγάλος γιατί η αγορά μεγαλώνει κάθε χρόνο και όλοι θέλουν να πάρουν μεγαλύτερο μερίδιο.Παρόλα αυτά η πρώτη θέση της Nike δεν αμφισβητείται από κανέναν προς το παρόν.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.