Η έννοια του pricing power είναι γνωστό στους κύκλους των οικονομικών αναλυτών ως ένα στοιχείο που καταδεικνύει την εν γένει στρατηγική και πρακτική μιας εταιρείας να αυξήσει τις τιμές της σε περιόδους οικονομικής κρίσης και αβεβαιότητας.
Βέβαια, γεννάται ένα ερώτημα σχετικά με το πώς δύναται να ενισχυθεί το περιθώριό κέρδους προκειμένου να αντισταθμίσει την πτώση του όγκου των πωλήσεων.
Αναμφίβολα, όλα τα brand και οι εταιρείες δεν έχουν στην διάθεσή τους αυτή την δυνατότητα. Ωστόσο, τα κορυφαία luxury brands έχουν το απαιτούμενο know how σχετικά με το πώς θα πουλήσουν σε υψηλότερη τιμή δίχως ο μέσος καταναλωτής να αντισταθεί. Τουλάχιστον σε πειστικό βαθμό.
Τα ανωτέρω αποδείχτηκαν στην πράξη με την έλευση του Covid-19, όταν και τα κορυφαία luxury brand αύξησαν τις τιμές τους.
Για παράδειγμα, ο οίκος Louis Vuitton αύξησε τις τιμές του κατά 8% στις κύριες αγορές του εν συγκρίσει με ότι ίσχυε προ ενός έτους.
Μάλιστα, το μεγαλύτερο ποσοστό της αύξησης (5%), έλαβε χώρα τον περασμένο Μάιο. Του lockdown εκμεταλλεύτηκαν εξίσου τόσο η Chanel, όσο και ο οίκος Gucci, προκειμένου να αυξήσουν τα περιθώρια κέρδους τους.
Η ικανότητα μιας εταιρείας είτε ενός brand να περνά τις αυξήσεις τιμών δίχως να χάνει μερίδιο αγοράς, αυτομάτως της επιτρέπει να διαφοροποιείται και να προσπορίζεται πρόσθετη αξία.
Σύμφωνα με αναλυτές, το pricing power αντικατοπτρίζει μια ευνοϊκή ισορροπία ισχύος σε σχέση με τους πελάτες. Αποτελεί δε, έναν τρόπο απελευθέρωσης από συγκεκριμένους κύκλους και προσαρμογή στις αλλαγές, ιδίως ενόψει της αυξανόμενης σημασίας που παίζει η Κίνα στο παγκόσμιο τοπίο των luxury goods.
Όπως επισημαίνουν, η επένδυση στο ίδιο το brand αποτελεί έναν από τους πλέον καθοριστικούς παράγοντες της ικανότητας καθορισμού τιμών.
Ένα ζευγάρι γυαλιά από το ίδιο εργοστάσιο με σχεδόν πανομοιότυπες τεχνικές προδιαγραφές μπορεί να πουληθεί τέσσερις φορές πιο ακριβά από ένα luxury brand εν συγκρίσει με ότι θα επιτύγχανε μια απλή, καθημερινή μάρκα.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.