Η Κυρ-Γιάννη ιδρύθηκε το 1997 από το Γιάννη Μπουτάρη, μια από τις ξεχωριστές μορφές της ελληνικής οινοποιίας, όταν εκείνος αποχώρησε από την οικογενειακή οινοποιητική εταιρία που είχε δημιουργήσει ο παππούς του το 1879.
Σήμερα, ο Στέλλιος Μπουτάρης, οινοποιός τέταρτης γενιάς, καθοδηγεί την ομάδα της Κυρ-Γιάννη στην επόμενη φάση της εξελικτικής πορείας του Κτήματος.
Αξιοποιεί δυναμικά τους βασικούς πυλώνες της φιλοσοφίας Κυρ-Γιάννη: καινοτομία, σεβασμός στην παράδοση και εξειδικευμένη γνώση για το κρασί, από το αμπέλι ως τον τελικό καταναλωτή.
Ο Γιάννης Μπουτάρης το 1970 φυτεύει 400 στρέμματα Ξινόμαυρου στους ανατολικούς πρόποδες του όρους Βέρμιο, στο Γιαννακοχώρι, κοντά στην πόλη της Νάουσας. Ο αμπελώνας αυτός στη συνέχεια θα γίνει το Κτήμα Κυρ-Γιάννη.
Ο Γιάννης Μπουτάρης από το 1985 έως το 1990 φυτεύει 200 στρέμματα λευκών ποικιλιών στα υψίπεδα του βορείου τμήματος του όρους Βέρμιο, στην περιοχή του Αμυνταίου.
Τα αμπέλια των διεθνών ποικιλιών Merlot και Syrah που φυτεύονται σε επιλεγμένα τμήματα των αμπελώνων του Κτήματος Κυρ-Γιάννη προσαρμόζονται τέλεια στο μικροκλίμα της περιοχής και δίνουν εξαιρετικά αποτελέσματα.
‘Ένα παλαιό οινοποιείο αγοράζεται στο χωριό Άγιος Παντελεήμωνας το 1996. Το κτήριο αυτό, η «Παράγκα», γίνεται το οινοποιείο του Κτήματος Κυρ-Γιάννη στο Αμύνταιο.
Η χρονιά που δημιουργείται είναι το 1997 η εταιρία Κυρ-Γιάννη και η πρώτη σοδειά που οινοποιείται εξολοκλήρου στο νέο οινοποιείο στο Κτήμα.
Ο Μιχάλης Μπουτάρης επιστρέφει από τις σπουδές του στο UC Davies. Μια περίοδος εντατικού πειραματισμού και έρευνας πάνω στο Ξινόμαυρο ξεκινά από το 1999 μέχρι το 2001.
Το 2003 ξεκινάει η νέα γενιά κρασιών της ποικιλίας Ξινόμαυρο, βάσει των αποτελεσμάτων των πειραμάτων που έγιναν την περίοδο που προηγήθηκε.
Ο Στέλλιος Μπουτάρης, γιός του Γιάννη, αναλαμβάνει το 2004 την διοίκηση της Κυρ-Γιάννη.
Διακόσια ογδόντα στρέμματα αμπελώνων φυτεύονταιτο 2004 ξανά με Ξινόμαυρο και άλλες ελληνικές και διεθνείς ποικιλίες, δίνοντας έμφαση στον εντοπισμό του ιδανικότερου σημείου στο αμπέλι και των πιο κατάλληλων κλόνων Ξινόμαυρου.
Εκατό ακόμη στρέμματα προστίθενται το 2009 από τον Στέλλιο Μπουτάρη, που κάνουν το Κτήμα Κυρ-Γιάννη έναν από τους μεγαλύτερους αμπελώνες στην Ελλάδα.
Το κρασί στην περιοχή της Νάουσας έχει μια μακρά ιστορία στο βάθος των αιώνων. Τα πρώτα γραπτά κείμενα μαρτυρούν ότι η καλλιέργεια της αμπέλου και η οινοποίηση γινόταν ήδη από τον 16ο αιώνα.
Καθ ‘όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας και μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού αιώνα, το κρασί της Νάουσας ταξιδεύει γύρω από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, αλλά και στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου το αμπέλι ήταν η κύρια καλλιέργεια της περιοχής, οι εξαγωγές ανθούσαν και οι άνθρωποι της Νάουσας ευημερούσαν.
Η κύρια ποικιλία του σταφυλιού που καλλιεργούταν στους αμπελώνες της Νάουσας ήταν το Ξινόμαυρο, σε παραδοσιακό σχήμα διαμόρφωσης gobelet και σε πυκνή φύτευση.
Το ξέσπασμα της φυλλοξήρας και οι δύσκολες συνθήκες που προκλήθηκαν από τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους οδήγησαν στην καταστροφή του αμπελώνα της Νάουσας, ο οποίος ξεκίνησε να δημιουργείται ξανά μετά το 1970.
Ένα από τα ορόσημα στη σύγχρονη ιστορία της οινοποιίας στην περιοχή ήταν η ανακήρυξη της Νάουσας το 1971 ως περιοχής VDQS (ΟΠΑΠ, τώρα ΠΟΠ Νάουσα), μία από τις δύο προστατευόμενες ονομασίες για το 100% Ξινόμαυρο.
Σήμερα, η Νάουσα είναι μία από τις πιο διακεκριμένες οινοπαραγωγικές περιοχές στην Ελλάδα, με 5.000 περίπου στρέμματα αμπελιών και 20 περίπου οινοποιεία να βρίσκονται στην περιοχή.
Απλωμένο στο βορειοδυτικό άκρο της Μακεδονίας, το οροπέδιο του Αμυνταίου είναι η βάση ενός από τους πιο ιστορικούς αμπελώνες στην Ελλάδα.
Οι πρώτες μαρτυρίες σχετικά με την οινοποίηση στην περιοχή του Αμυνταίου χρονολογούνται κάπου στον 3ο αιώνα π.Χ., όταν η αρχαία πόλη της Κέλλας ήταν γνωστή για την παραγωγή κρασιών υψηλής ποιότητας.
Η παραγωγή κρασιού συνεχίστηκε αδιάλειπτα κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, όταν το κρασί του Αμυνταίου έτυχε μεγάλης αναγνώρισης και ξεκίνησε να εξάγεται στα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη.
Το ξέσπασμα της φυλλοξήρας και οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι οδήγησαν στην συρρίκνωση του αμπελώνα της περιοχής.
Το 1959 ιδρύθηκε το οινοποιείο της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Αμυνταίου, αλλά ο αμπελώνας της περιοχής παρέμεινε παραμελημένος μέχρι τη ανακήρυξη της περιοχής ως ζώνης ΠΟΠ, η οποία προκάλεσε την αναβίωση του.
Η περιοχή χαρακτηρίζεται από ένα ιδιαίτερο μικροκλίμα και έδαφος, κατάλληλο για παραγωγή οίνων υψηλής ποιότητας.
Tο Αμύνταιο σήμερα έχει εξελιχθεί σε μία από τις πιο πολλά υποσχόμενες αμπελουργικές περιοχές της Ελλάδας, παράγοντας ξηρά ερυθρά και ροζέ αφρώδη κρασιά ΠΟΠ, ενώ είναι η μοναδική ελληνική ΠΟΠ ζώνη για ροζέ κρασιά.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.